Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2014

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ (Κ. ΣΤΑΘΑΚΟΠΟΥΛΟΥ)


Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ (Της Κωνσταντίνας Σταθακοπούλου)


Τραπ τραπ, κροτάλισε το κλειδί στη τσέπη του. Το κλειδί της χαράς του –έτσι το ‘λεγε- στριμωγμένο ανάμεσα στα κλειδιά του αυτοκινήτου, τα ψιλά και τον marlboro αναπτήρα. Αναθεμάτισε το χούι του να ανακατεύει τις τσέπες του σα μικρό χαμίνι, κοτζάμ άντρας. Τί άντρας…. στα τελειώματα η λέξη πια..!
Παρασκευή σήμερα, η μέρα της αγάπης, έτσι την έλεγε. Έριξε ένα βλέμμα τάχα αδιάφορο τριγύρω, σκούπισε τα πόδια από συνήθεια στο βρώμικο χαλάκι της εισόδου και μπήκε.. Τον καλωσόρισε ο εαυτός του μέσα από τον ραγισμένο καθρέφτη. Λίγο γερασμένος του φάνηκε.. ''Μπα.. θα ‘ναι από το ράισμα'', αποδίωξε βιαστικά την ιδέα..
''Καλησπέρα άρχοντα'', χαιρέτισε το πρόσωπο απέναντι του και του 'κλεισε πονηρά το μάτι. Πίσω απ’ την ξεβαμμένη πόρτα, το δωμάτιο ήταν ίδιο. Οι ξεφτισμένοι τοίχοι, η άκρη της βρώμικης κουρτίνας που σερνόταν, το σακάτικο κομοδίνο με τα λειψά ποδαρικά, το κάδρο με την μελαχρινή κοπέλα που αναπαυότον κάτω απ’ τις φυλλωσιές, όλα ήταν στη θέση τους. Όλα μέσα στο ξεπούλημα της φτηνής ζωής τους, έστεκαν ίδια, ανατριχιαστικά ίδια. ''Εκεί θα σε πάω μάτια μου'', είπε, μόνος του με το βλέμμα να χάνεται πέρα απ’ τα φυλλώματα… εκεί που έσκαγε το χάδι του ωκεανού βαλαντωμένο από ημερόνυχτα αγκαλιάσματα με την αλμύρα.. ''Και πολύ γρήγορα θα’ναι''. Και στη σκέψη της, ένα αλλιώτικο φως έλουσε το πνιγηρό δωμάτιο. Σαν να μεγάλωσαν ξαφνικά οι ξέθωροι ήλιοι της κουρτίνας. Σαν να γυάλισε θαρρείς ιδρωμένο και το κορμί του κοριτσιού…
''Δε μπορεί, θα ‘ναι που τη λαχτάρισα'', μονολόγησε κι ένα θαμπό χαμόγελο χαράχτηκε ανάμεσα στις ρυτίδες του προσώπου, που γλύκαναν ξαφνικά..
Κοίταξε το ρολόι του, 8 και 5 φωσφόρισε το καντράν . Λίγο ακόμη και θα την έσφιγγε στην αγκαλιά του. Λίγο ακόμη και όλα θα άλλαζαν απόψε..
Άναψε τσιγάρο κι έκατσε στην άκρη του κρεβατιού. Ακούμπησε το χέρι στη μαδημένη κουβέρτα και τη xάιδεψε απαλά. Μπα… σαν βελουδένια του φάνηκε. ‘’Λες να την άλλαξαν επιτέλους οι μπάσταρδοι?’’, αναρωτήθηκε. Σαν πιο καινούργια του φάνηκε σήμερα… Σαν οι χλωμές ανάσες πάνω της να ζωήρεψαν.. Σαν τα βρεγμένα κορμιά, σαν τα ξεχειλισμένα λόγια να ‘χαν βρει στέκι αλλού..
8 και 10…στράψαν πάνω του οι λεπτοδείχτες.. Πρώτη φορά άργησε τόσο σκέφτηκε κι ένα ακάλεστο μυρμήγκιασμα τον ανατρίχιασε. ''Όχι σήμερα.. όχι σήμερα γαμώτο'', είπε και ψαχούλεψε τη μέσα τσέπη του σακακιού του.. Η επαφή με το περιεχόμενο τον ηρέμησε. Το ‘σφιξε στην χούφτα του και το ξανάχωσε στη θέση του. Τ’ αποψινό βράδυ το σχεδίαζε από καιρό. Χρόνια το περίμενε..σαν ανάσα.. σαν όαση.. σα ζωή..
Και τώρα… απόσωσε βιαστικά τη σκέψη του και τινάχτηκε σαν άκουσε το κουδούνι… ''Α..ρε γαμωτο ξέχασα τα λουλούδια'', αναλογίστηκε με τρόμο. ''Δε βαριέσαι..αύριο θα σου πάρω ένα φορτηγό'', είπε γελώντας μόνος του κι άνοιξε πόρτα κι αγκαλιά .
''Καλησπέρα αγάπη μου'', ψιθύρισε η φωνή του λιωμένη. Μα η ματιά του πάγωσε σα διασταυρώθηκε με τη δική της.... ''Χωρίζουμε Άγγελε''….
Και το άψυχο βλέμμα που αντίκρισε, βυθίστηκε μέσα του με κρότο. Μισοσβησμένο το τσιγάρο, μετέωρο κρεμόταν ανάμεσα στα δάχτυλα. Μετέωρη και η ξέψυχη ματιά του, γονάτισε αργά στο λερωμένο πάτωμα, έσκυψε στις φαγωμένες σανίδες και χώθηκε από κάτω τους, μέσα σ’ ένα απύθμενο κενό.. Να μη βλέπει.. Να μην ακούει…''Τι είπες''... ακούστηκε θαμπή απ’ το υπόγειο της ψυχής του η φωνή.. Τι είπες.. την ξαναρώτησε.
‘’Χωρίζουμε Άγγελε… ‘’
Και το άκουσμα του ονόματος του άρχισε ξαφνικά να κάνει ξέφρενα κυκλάκια στο δωμάτιο… να αναπηδά αλαφιασμένο, να ανιχνεύει το χώρο μέχρι να εντοπίσει το μέρος για να εγκατασταθεί. Κι άκου, ένα περίεργο πράμα, ήρθε και στάθηκε πάνω απ’ το τριμμένο λουρί της τσάντας της. ''Ποπό.. τόσο καιρό κι ούτε μια τσάντα της προκοπής δεν αξιώθηκα να σου πάρω'', είπε με μια ξένη, άγνωστη φωνή. Και χωρίς άλλη κουβέντα, άνοιξε το μικρό φεγγίτη και πέταξε στο σκοτάδι τις άδειες ζωές του..
Ναι.... χθεσινή κι αυριανή, θαμπές κι οι δυο κάτω απ’ την ίδια, δεύτερη επιχρύσωση, κύλησαν χωρίς θόρυβο στον άδειο δρόμο….
Αν κάποια βραδιά, έξω από ένα φτηνό, του έρωτα ξενοδοχείο, δίπλα στη σχάρα απ’ τον δύσοσμο υπόνομο, τις δεις να χρυσίζουν, μην τις πάρεις.
Είναι δικές του..
Ήταν επιθυμία του να θαφτούν μαζί του.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου