Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2013

ΕΜΕΙΣ (Ι.ΔΑΥΡΟΣ)

 

ΕΜΕΙΣ (Του Ιωάννη Δαύρου)


Γεννημένοι κι’ εμείς

από την υπερπυκνή κηλίδα

της δημιουργίας,

ξεβρασμένοι από τη δίνη

του απείρου κοχλάζοντος κενού,

γλιστρώντας πάνω στο κύμα

του κβαντικού άλματος

και φέρνοντας πάνω μας

το στίγμα της αιώνιας άγνοιας,

υπακούμε ασυνείδητα

στις ακατάλυτες δυνάμεις

της ζωοποιού έλξης

και γεννούμε το Σύμπαν.

Αφανείς συμπτώσεις

που συγκλίνουν

στην υπέρτατη ουσία,

ελάχιστα μέρη της ολότητας

και ταυτόχρονα το όλον, εμείς.



ΑΧΡΟΝΗ ΟΔΥΣΣΕΙΑ (Ι.ΔΑΥΡΟΣ)



ΑΧΡΟΝΗ ΟΔΥΣΣΕΙΑ (Του Ιωάννη Δαύρου)



Ήρθαμε κι’ εμείς σ’ αυτό το κόσμο,
μορφές υλοποιημένες
μυστικών δυνάμεων της δημιουργίας,
σαν συνδυασμένα μόρια νερού
που σπρώχθηκαν μέχρις εδώ
πάνω στη παλλόμενη ράχη του κύματος
που κινούσε η ασύλληπτη ενέργεια του χάους.
Κι' είχαμε μόνο δυό φορτία για το δρόμο,
την ειμαρμένη και τον έρωτα,
ακατάλυτες υπερκόσμιες δυνάμεις
που κινούσαν τις υπάρξεις μας σαν τα ποτάμια,
κοίτη τους η ειμαρμένη,
έρωτας η ενέργεια που κινούσε τα μόριά τους
με άπειρες περιδινήσεις
να ζωγραφίζουν το διάβα της μικρής ζωής τους
μέχρι τη γαλήνη του πελάγους να συναντήσουν.
Μικρά παιδιά ψηλαφήσαμε το κόσμο,
αγγίξαμε με δέος τη θάλασσα στον όχθο της ζωής
και κάναμε τα πρώτα βήματα
στης αιώνιας φύσης το απέραντο
ξεκομμένοι από το πριν και το μετά μας.
Και τις ζωές μας βάραινε
της ασυνειδητότητας το κουσούρι,
βαρύ φορτίο
που μας καθήλωνε στη γήινη ύλη,
να μπουσουλάμε αναγκασμένοι
πίσω από του αμμόλοφους
που κρύβανε τη θάλασσα της «θείας γνώσης».
…Κι’ όμως πάνω τους,
πάνω στην άνυδρη καψαλισμένη ράχη τους,
πάντα φύτρωναν πάλλευκα κρινάκια,
υλοποιημένες υπάρξεις
μιάς άλλης  υπέρτατης ουσίας.
Παιδιά ακόμη τις μεγάλες ατέλειωτες μέρες
δεν χορταίναμε  ν’ αγγίζουμε
με τα μικρά μας χέρια το κόσμο
και με τις διψασμένες μας αισθήσεις
την άπειρη πραγματικότητα να ρουφάμε
που παιχνίδιζε λάμποντας γύρω μας.
Κι’ ήταν πολλές οι φορές
που σαν από αμηχανία 
τη θάλασσα πετροβολούσαμε,
όταν μέσα μας η ροή του σύμπαντος κοβόταν
και τότε αδύναμοι μέναμε
μπροστά στο κύμα της ζωής
που έσκαγε στα πόδια μας αφρισμένο.
Υπήρχαν πάλι στιγμές
που νοιώθαμε τη μυστική εκείνη έλξη
να έρχεται από τα  βαθύτερα έγκατα του πελάγους,
ωθώντας μας να κάνουμε
τα πρώτα μας διστακτικά βήματα προς τα 'κεί,
λες και πάντα κάτι μας έσπρωχνε
να θέλουμε να πλησιάσουμε
τη μυστηριακή πηγή των πάντων…
Όταν το σούρουπο ερχόταν
μας έβρισκε αποκαμωμένους από τα παιχνίδια
με τη παρέα όλη τη μέρα στη παραλία
και τότε σαν όλα να γίνονταν πιο απλά
και το χαλί που έστρωνε ο ήλιος που έγερνε στη δύση
μετέφερε μέσα μας σαν ποτάμι
όλη εκείνη την ενέργεια του πέραν
που η ύπαρξή μας ποτέ δεν χόρταινε να ρουφάει...
Μικρά παιδιά σαν ήρθαμε στο μεγάλο ξέφωτο της ζωής
η μοίρα όρισε τη πορεία μας
και τα ανήμπορα μάτια μας οδήγησαν τα βήματά μας
στο στενό μοναχικό δρομάκι
που μας κράταγε μακριά απ’ όλους και απ’ όλα,
χωρισμένους από το πριν, το τώρα, το μετά,
μία ολόκληρη ζωή να προσπαθούμε
να χαράξουμε το χάρτη,
οι συντεταγμένες θολές κι’ απροσδιόριστες.
...Κι’ όλο να ξεμακραίνουμε από τη πηγή που μας γέννησε.
Συναντάγαμε ερείπια,
κατάλοιπα αρχαίων μεγάλων πολιτισμών
μας λέγαν οι παλιότεροι
και μια απόμακρη φωνή βαθιά μέσα μας
έφθανε μέχρι τ’ αυτιά μας, φέρνοντας παραμύθια
που έμοιαζαν να τα έχουμε ξανακούσει.
Όλα τόσο οικεία αλλά και τόσο απόμακρα,
σκηνικό ανολοκλήρωτης σύνθεσης
κι’ εμείς μόνοι να πορευόμαστε
κι’ από μακριά να βλέπουμε τους άλλους
να πορεύονται κι’ αυτοί μόνοι
σε δρόμους που δεν συναντιούνται.
Με τα μάτια χαμηλωμένα στο μονοπάτι,
στερημένα από το εύρος του ορίζοντα
και τη κουρασμένη ψυχή κάπου να ψάχνει ν’ ακουμπήσει…
Καμιά φορά σαν θείο δώρο βρίσκουμε κάπου να σταθούμε
κι’ η ματιά απελευθερωμένη γλιστρά
πάνω στη θάλασσα για ν’ αγκαλιάσει
τα καραβάκια με τα φουσκωμένα πανιά
που έρχονται από μακριά,
αλήθειες που βγήκαν περίπατο
κι’ ήρθαν να μας συναντήσουν.
Ήρθαμε κι’ εμείς στο κόσμο
σπρωγμένοι από το γενεσιουργό ρυθμό
που ξεδιπλώνει την ύπαρξη,
απειροστές βελονιές στο καμβά της δημιουργίας,
να ζωγραφίζουμε τον πολλοστό
επάλληλο κύκλο της δικιάς μας ζωής.
Μικρά παιδιά, να μην ξέρουμε τίποτα
για ότι μεγάλο προηγήθηκε,
να ζούμε ασυνείδητα το φευγαλέο τώρα
και να μένει πάντα σκοτεινό το αιώνιο μετά.
Μιά μικρή διακριτή τροχιά κι’ εμείς
στο συμπαντικό ουρανό,
σαν τις άπειρες που ήρθαν και θα έρθουν ξανά,
μέρη και σύνολα, άτομα και ανθρωπότητες,
αέναοι κύκλοι, πολυποίκιλες εκφράσεις
της ίδιας ακατάλυτης μοναδιαίας οντότητας...
Ο καθένας μας κι’ ένας Οδυσσέας,
μοναδικό το ταξίδι κι’ η θάλασσα πλανεύτρα.
Χώρες άγνωστες, λιμάνια πρωτόγνωρα, άπειρες εικόνες.
Νησί των Φαιάκων, νησί του Αιόλου, νησί του Ήλιου.
Λαιστρηγόνες, Κύκλωπες, Λωτοφάγοι,
Κίρκη, Σειρήνες, Καλυψώ, Σκύλλα και Χάρυβδη.
Μύριες μάχες, νίκες, ήττες, πλάνες,
ιδέες, εμπειρίες, επιθυμίες, προκλήσεις.
Αισθήσεις, αντιλήψεις, παρορμήσεις,
όνειρα, λόγια, παραμύθια,
τραγούδια, χαρές και λύπες,
όλα ένα ταξίδι στο απέραντο πέλαγος
με μια Ιθάκη πάντα μπροστά να μας καλεί,
πόθος μας, σκοπός, κι’ ελπίδα μας...
Κι’ αυτή κάθε φορά που πλησιάζουμε
να ξεμακραίνει…
Μεγάλο το ταξίδι, μοιάζει ατέλειωτο
κι’ η Ιθάκη κάθε φορά που φθάνουμε
να κομματιάζεται, μυριάδες να γίνεται…
Ο ορίζοντας ασάλευτος
ορίζει το χώρο και το χρόνο που υπάρχουμε,
μυστήρια προβολή της θείας τελειότητας
που παίρνει μορφή σε ότι για μας υπάρχον,
απατηλές υπάρξεις, καταστάλαγμα αισθήσεων
σε αποκυήματα φαντασίας συλλογικής μνήμης.
…Άπειρα μικρά κομμάτια της κι’ εμείς,
μοναδιαίες υπάρξεις
σε στημένο σκηνικό άγνωστου δημιουργού.
Και το ταξίδι της ζωής μας,
ψευδαίσθηση ντυμένη τα ρούχα της πραγματικότητας,
μας σπρώχνει σαν ούριος άνεμος
να κυνηγάμε κάθε φορά μιαν Ιθάκη
και ν’ αφήνουμε πίσω μας, όλο και πιο πίσω μας,
τη μόνη και αληθινή.



Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013

ΜΟΙΡΑΙΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ (Ι.ΔΑΥΡΟΣ)




ΜΟΙΡΑΙΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ (του Ιωάννη Δαύρου)


Με κύκλωνε το σκοτάδι,
όταν εσύ, αόρατο βέλος του σύμπαντος
έγινες αίσθηση,
πέταγμα πεταλούδας,
άγγελος της καταιγίδας,
που με γεννούσε μέσα από τη φλόγα
των κεραυνών.
Κι’ ήσουν χείμαρρος,
που έρρεε στην διψασμένη κοίτη,
σχάσιμο στην έρημο της ύπαρξής μου,
να σε ρουφάει το είναι μου
και να σε μετουσιώνει
σε απόλυτη αξία,
πολύτιμη όσο και τα δάκρυα,
που απόθετα στα μάγουλά σου,
συμπυκνωμένη ύλη της ενέργειάς σου,
που έτρεχε μέσα μου,
ευτυχία και πόνος,
δύναμη και παραλυσία,
ζωοδότης αέρας
στη φλόγα της ζωής μου που τρεμόσβηνε.
Όταν παραδόθηκα στα χέρια σου,
έγινα όλος μια καρδιά,
που παλλόταν με τη δικιά σου συχνότητα…
Τη θώπευσες τρυφερά σαν παιδί,
που παίρνει το πρώτο του δώρο
και μετά τη γρατζούνισες,
όπως το παιδί που βαριέται το παιχνίδι του.
Μια σταγόνα αίμα που έτρεξε
δεν έπεσε καν στη ποδιά σου,
έμεινε για λίγο αόρατη κηλίδα στο δρόμο
και σβήστηκε γρήγορα από τα βήματα των περαστικών…