Πέμπτη 26 Ιουνίου 2014

ΘΑΛΑΣΣΑ ΜΑΝΑ (ΜΙΛΒΑ- Λ.ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΥ)



ΘΑΛΑΣΣΑ ΜΑΝΑ (Τραγούδι της Μίλβα σε στίχους Λίνας Νικολακοπούλου και μουσική Θάνου Μικρούτσικου)


Παράμ παράμ παράμ γυρνάω χορεύω
στην άμμο του χειμώνα με τα φύκια
τη θάλασσα που αρρώστησε γιατρεύω
και κάνω με τα αστέρια σκουλαρίκια

Παράμ παράμ παράμ παραμονεύει
στο πέλαγο του χρόνου το καράβι
μιαν άγκυρα η ζωή μου ζητανεύει
το βάθος του έρωτα της να συλλάβει

Θάλασσα μάνα αρμύρα μου εσύ
γαλάζια μοίρα
για παραμάνα στον ώμο χρυσή τον ήλιο πήρα
θάλασσα μνήμη μαύρο μου ασήμι
πάρ’ την καρδιά μου και κάν’ την νησί
του ανέμου αγρίμι

Θάλασσα μάνα αρμύρα μου εσύ
γαλάζια μοίρα
για παραμάνα στον ώμο χρυσή τον ήλιο πήρα
θάλασσα μνήμη μαύρο μου ασήμι
πάρ’ την καρδιά μου και κάν’ την νησί
του ανέμου αγρίμι

Παράμ παράμ παράμ παραμυθένιο
ναυάγιο μες στα σύννεφα η σελήνη
κορμί του Ποσειδώνα σιδερένιο
ποιο πέτρινο μουσείο να σε κλείνει

Θάλασσα μάνα αρμύρα μου εσύ
γαλάζια μοίρα
για παραμάνα στον ώμο χρυσή τον ήλιο πήρα
θάλασσα μνήμη μαύρο μου ασήμι
πάρ’ την καρδιά μου και κάν’ την νησί
του ανέμου αγρίμι


Δείτε παρακάτω τα σχετικά βίντεο.

"ΘΑΛΑΣΣΑ"- ΜΙΛΒΑ



Τετάρτη 25 Ιουνίου 2014

ΚΑΠΟΥ.. ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ (Κ. ΣΤΑΘΑΚΟΠΟΥΛΟΥ)



ΚΑΠΟΥ.. ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ (Της Κωνσταντίνας Σταθακοπούλου)


Και κάπου εκεί,
στα ταπεινά της γης..
μια νύχτα – αγρύπνια,
των κοχλασμένων πόθων της
ανάδευε
το κολασμένο..

Και κάπου αλλού,
στου σύμπαντος το επαρμένο..
μια χούφτα αστέρια,
ξάφνου
ξεσηκωθήκαν’..
Των πόθων χαμηλώσανε
τη ντροπαλότητα
και με αναμονής
ορμητικότητα,
απ’ του ουρανού τα υψώματα,
στου σκοταδιού κατήφορο,
σεργιάνιζαν,
λάμψεις
απ’ την αντάρα τους..
Ναι..
Εκεί, στης σάρκας τα απόκρημνα,
που το ξεχείλισμα του έρωτα,
βύθιζε τις βουές του..
Εκεί, που οι ολισθηρές φωτιές του,
λαίμαργα
κατρακύλαγαν
στου φθόνου τους το βλέμμα..
Και ‘σκυβαν οι λαχτάρες τους
κόκκινες απ’ τό αίμα..
Και σπρώχνανε οι ψίθυροι
του σκοταδιού το γέρμα..
Και συνωστίζονταν συμπυκνωμένοι
οι χυμοί,
απ’ τα απροσέγγιστα τους..
Να δουν..
Να αγγίξουν..
Να χαρούν..
όλα, τα απλησίαστα τους..
Μα ένα φεγγάρι – σαλτιμπάγκος,
της ηδονής τ’ ανομολόγητα,
με κίτρινο απ’ το γέλιο του,
φρικτά τρομοκρατούσε..
Στο απατηλό απόδρασης,
με λύσσα ιχνηλατούσε..
Της προσμονής οι ικεσίες τους,
μην αυλακώσουνε
σε νύχτα γης,
τις πυρωμένες διαδρομές..
Των άδοτων φιλιών τους
το ανάγλυφο,
στου σκοταδιού το ολοκαύτωμα
μην αποτυπωθεί..
Μη σμίξει..
Μη σημαδευτεί,
της έλλειψης ο στεναγμός,
απ’ των αισθήσεων την πανδαισία..
Κι η νύχτα γης,
ανάτειλε
μια κολασμένη αναρχία..
Και τ’ ουρανού,
νομοταγής φωτοχυσία,
κατέβαινε,
επίγειου παράδεισου
τους κραδασμούς
να περιμένει..
Να ολισθαίνει ..
Να ανασαίνει..
σε μια αλλόκοτη..
σε μια ανομολόγητη
οφθαλμαπάτης,
διάσπαρτη ουτοπία…
Τι νύχτα κι αυτή..
Ένα κομμάτι ουρανού,
με ένα άστραμμα
αυτοχειρία..
στη γη
αποφάσισε να μείνει..
Στου έρωτα κυριαρχία
για πάντα να παραδοθεί...
Αιώνια να ταφεί
δίπλα στη χορτασμένη σάρκα..
Καντήλι της να γίνει...
Δε με πιστεύεις..;΄
Το έζησα στο όνειρο.. σου λέω....!



Τετάρτη 18 Ιουνίου 2014

ΝΙΚΟΣ ΓΡΙΤΣΗΣ: ΕΝΑΣ "ΑΛΛΟΙΩΤΙΚΟΣ" (ΣΤΙΧΟΥΡΓΟΣ) ΠΟΙΗΤΗΣ...



ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΙΔΙΟΤΥΠΟΣ ΑΛΛΑ ΕΠΙΤΥΧΗΜΕΝΟΣ ΣΤΙΧΟΥΡΓΟΣ ΚΑΙ ΟΛΗ ΤΟΥ Η ΖΩΗ ΜΟΙΑΖΕΙ ΜΕ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ...


Ο Νίκος Γρίτσης θα μπορούσε να ήταν μυθιστορηματικός ήρωας -έχει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά του πρωταγωνιστή που θα μπορούσαν να γοητεύσουν και να παρασύρουν τον αναγνώστη μέχρι το τέλος του βιβλίου. Μερικές φορές, όμως, η πραγματικότητα ξεπερνά τη φαντασία.

Πώς ήταν τα παιδικά σου χρόνια; Είμαι ο καρπός παθιασμένου σεξ σε νεκροταφείο: Ο αρχηγός του Πανακρατικού της Τρίπολης γνώρισε την υποτιθέμενα πιο ωραία μαθήτρια εκείνης της εποχής, βγήκαν στο πρώτο τους ραντεβού και έκαναν έρωτα για πρώτη φορά στο νεκροταφείο της πόλης. Ήταν το μοναδικό ήσυχο μέρος της περιοχής. Η μάνα μου ήταν δεκαεπτά ετών, έμεινε έγκυος, σταμάτησε το σχολείο και παντρεύτηκε τον πάτερα μου. Αναγκαστικά παντρεύτηκε, γιατί έτσι επέβαλε το ήθος της εποχής, «την άφησες έγκυο, θα την πάρεις». Μεγάλωσα στην Τρίπολη, μέχρι το γυμνάσιο. Μέχρι τότε δεν είχα κάποιο ιδιαίτερο ταλέντο σε κάτι, ούτε στη μουσική, ούτε στον αθλητισμό. Απλά εκείνη την εποχή οι ταινίες του «Godfather» και του «Rambo» ήταν δείγμα αρρενωπότητας, όπως και οι διαφημίσεις του «Marlboro» και του «Camel». Είχα σαν πρότυπο τον πατέρα μου που ήταν ο ωραίος, ο τσαμπουκάς και ο σέντερ μπακ αρχηγός της τότε ομάδας της Τρίπολης, ενώ η μάνα μου ήταν πιο καλλιτεχνικός τύπος. Διάβαζε πάρα πολύ λογοτεχνία, ενώ είχε ασχοληθεί και με την ηθοποιία. Τότε λοιπόν ξεκίνησα την πυγμαχία στην Τρίπολη, παρόλο που την εποχή εκείνη δεν ήταν κάτι διαδεδομένο. Ύστερα οι γονείς μου χώρισαν και στα 14 έφυγα με τη μάνα μου για την Αθήνα. Εκεί ξεκίνησα πιο σοβαρά την πυγμαχία, την εποχή που άρχισα να διαμορφώνομαι σαν άτομο.
Με την πυγμαχία ασχολήθηκες κάποια στιγμή και επαγγελματικά; Ήμουν από τους καλυτέρους αθλητές του Γιάννη Αϊδηνιώτη, πυγμάχου τότε του Παναθηναϊκού, ο οποίος αργότερα ασχολήθηκε με τη νύχτα. Ήμουν σχεδόν επαγγελματίας, γιατί άργησα να ξεκινήσω. Στη Τρίπολη δεν υπήρχε κάποια σχολή πυγμαχίας. Είχα κάνει κάποια μαθήματα στον Πανελλήνιο και είχα μια ιδέα πώς βγαίνει το αριστερό-δεξί κροσέ, αλλά δεν ήμουν σε επίπεδο πρωταθλητισμού.

04

Με τη νύχτα πώς έμπλεξες; Στην εφηβεία, μετά το χωρισμό των δικών μου, κατατάχτηκα εθελοντής στις ειδικές δυνάμεις στο στρατό, στο Μεγάλο Πεύκο, και έγινα δόκιμος αλεξιπτωτιστής. Ήμουν ανθυπολοχαγός από τα 18 έως τα 20 και είχα μάθει από πιστόλια -έτοιμο «μπουμπουκάκι», δηλαδή. Εκεί άρχισα τις επαφές μου με το κόσμο της αθηναϊκής νύχτας. Το είχα στο αίμα μου τότε, έβραζε το μέσα μου. Αν και δεν με υπολόγιζαν πολύ σαν δύναμη -γιατί είχα ύψος 1.75 και δεν ήμουν κάνας φουσκωτός- ξεκίνησα να δουλεύω σε διάφορα μαγαζιά ως πορτιέρης, όπως το «Wild Rose», και σε μαγαζιά πίσω από το HILTON. Την εποχή εκείνη η νύχτα της Αθήνας βρισκόταν σε μετάβαση. Είχαν γίνει δολοφονίες μεγάλων μπράβων της εποχής: Καλλημώρου, Σιώμου, Δεληκάρη, είχε κλείσει ένας κύκλος αίματος και είχαν βγει οι καινούριες ομάδες προστασίας στη νύχτα. Σε μια από αυτές εντάχτηκα και εγώ ως πορτιέρης, αλλά σιγά – σιγά μπλεκόμουν σε φασαρίες και τσακωνόμουν. Με βγάζανε και μπροστά σαν πυγμαχάκι που ήμουν και καταλαβαίνεις, σιγά-σιγά έγινα μπραβάκι. Μετά πήγαμε όλη η ομάδα στον Πειραιά και άρχισα να δουλεύω στο «Metropolis» και σε άλλα μεγάλα μαγαζιά. Χωρίς ιδιαίτερες περγαμηνές γιατί ήμουν κοντός, δεν ήμουν ο άνθρωπος που θέλανε για να φαίνεται, αλλά ήμουν ο άνθρωπος που για ό,τι γινόταν, με πετάγανε μπροστά. Είχα και εγώ τότε το «αφόβητο», αυτή την άγνοια κίνδυνου.
Κι αποφάσισες ότι θα δουλεύεις ως μπράβος; Μόλις έφτασα σε ένα σημείο να ορίζω τα πράγματα, να πηγαίνω να εισπράττω από τα μαγαζιά «προστασία», άρχισαν σιγά-σιγά να με εκτιμούν και μου άρεσε αυτό. Ήρθα σε κόντρα και με μερικούς μπράβους των αντίθετων πλευρών γιατί ήταν λίγο παλαιστικοί ή μπιστολιάδες και αναγκάστηκα και εγώ πρώτη φορά να πάρω όπλο  στα χέρια μου για να υπερασπιστώ τη δουλειά μου. Χωρίς να το χρησιμοποιώ, ήταν πιο πολύ για μόστρα, ότι έχω και εγώ, του τύπου «αφήστε τα κάτω τώρα και πάμε να τσακωθούμε με τα χέρια αφού έχουμε και οι δυο». Ήταν επικίνδυνα τότε γιατί οπλοφορούσαν πάρα πολλοί και πυροβολάγανε μέσα από τις τσέπες, μέσα από τα ζακετάκια και τα μπουφάν. Μετά άρχισαν άλλα πράγματα που δεν γούσταρα. Θεωρούσα ότι ήταν πιο αντρίκιο το ξύλο με τα χέρια. Αφού δούλεψα σε διάφορα μπουζουξίδικα και μπαρ της Αθηνάς, το «Ωπα – Ωπα» το «Λαπλάγια», το καλοκαίρι του ’94 ανέβηκα να δουλέψω στο χειμερινό «Ωπα – Ωπα» που είχε τότε τα Κακά Κορίτσια και το Δημήτρη Κόκοτα και πρωτοεμφανιζόμενο τον δεκαεξάχρονο Πάνο Κιάμο. Έμπλεξα λίγο παραπάνω, γιατί δούλεψα για κάποιους επιχειρηματίες και πήρα κάποιες δουλειές λίγο επικίνδυνες. Για κακή μου τύχη, σε ένα ταξίδι προς τη Πάτρα το Νοέμβριο του ’95, στο αμάξι που ήμουν εν κινήσει έσκασαν εκρηκτικά. Με συνέλαβε τότε από η αντιτρομοκρατική ως πιθανό τρομοκράτη. Δεν είχε ακόμα συλληφθεί η 17 Νοέμβρη. Τους κίνησα την περιέργεια επειδή είδαν ότι ήμουν ψιλο-όμορφος, μίλαγα έκτος από την ελληνική και άλλες δυο γλώσσες και είχα βγάλει το κολλέγιο πολιτικών επιστήμων για δυο χρόνια. Με συνέλαβαν στο νοσοκομείο Τρικάλων όπου είχα πάει για νοσηλεία κατευθείαν μετά το ατύχημα. Ήταν κοντά και η μάνα μου και διάφοροι γνωστοί του. Έβγαλαν το συμπέρασμα ότι ανήκω σε τρομοκρατική οργάνωση και προφυλακίστηκα κακήν κακώς την εποχή των εξεγέρσεων των φυλακών το ’95.

03

Στη φυλακή πώς ήταν τα πράγματα; Είχε ξύλο; Με πήγαν στη φυλακή του Ναυπλίου για δεκαπέντε μήνες σωφρονισμού. Εκεί έτσι και ρίξεις μπούνια τρως χρόνια φυλάκιση γιατί λένε ότι δεν σωφρονίστηκες. Η φυλακή έχει ξύλο, έχει πράγματα που γίνονται τόσο γρήγορα που δεν προλαβαίνει κανείς να δει. Βλέπεις δηλαδή τον σωφρονιστικό υπάλληλο να επιτηρεί, εσύ στέλνεις κάποιους, κάνουν αντιπερισπασμό, δεν κοιτάζει αυτός εκείνη την ώρα, βουτάς τον άλλον και τον λιώνεις στο ξύλο. Άμα τον δει μετά ο σωφρονιστικός υπάλληλος και του πει «τι είναι αυτά τα αίματα και οι μελανιές και πού χτύπησες», αυτός που έφαγε το ξύλο δεν πρόκειται να καρφώσει για κανένα λόγο, θα πει «έπεσα και χτύπησα». Στη φυλακή, με το που μπήκα, με πήγανε στο θάλαμο των γύφτων για εκδίκηση. «Θα σε γαμήσουνε και θα σε σκίσουνε εκεί» μου λέγανε. Μόλις μπήκα εκεί μέσα δεν ήμουν και πολύ στα καλά μου, είχα νεύρα, ήμουν ένα ράκος ψυχολογικά. Ξαφνικά με πλησιάζει ένας τύπος (τρίπουστας του κερατά, πολύ μορφή) και μου λέει «μανάρι μου μπορώ να πάω να σου φέρω έναν καφέ; Ένα γάλα, κάτι που θες;». Του λέω «τι λες ρε μαλάκα, για ποιο λόγο;» και μου λέει «για να με βλέπουν οι υπόλοιποι κρατούμενοι ότι φέρνω σε εσένα καφέ και να μη με βαράνε». Το φιλοσόφησα μερικά δευτερόλεπτα και μετά του είπα να φέρει. Έρχονται τότε οι πονηροί, οι πρεζάκηδες, οι μάγκες της φυλακής και μου λέει κάποιος: «γαμάς το γέρο ρε;». Του σκάω ένα σκαμπίλι, τον αρχίζω στο ξύλο και του λέω «Τον γέρο δεν θα τον ξανα-ακουμπήσει κανένας γιατί είναι μορφή και βγάζει γέλιο, αλλιώς θα σας γαμήσω. Θα σας βρω την τουαλέτα» (είχαμε μία που χρησιμοποιούσαμε 30 άτομα). Ε, μετά πήρε θάρρος και ο γέρος που τον βοήθησα και αρχίζει να μου φέρνει φαγητό. Μια μέρα ήθελε να μου σιδερώσει το παντελόνι. Σίδερο δεν είχαμε, αλλά ήθελε να το σιδερώσει. Του έδωσα το παντελόνι, το ακουμπάει κάτω και αρχίζει και χοροπηδάει πάνω του με τον κώλο, τραγουδώντας το «ένα νερό κυρά Βαγγελιώ, ένα νερό κρύο νερό». Έπεσα κάτω από τα γέλια. Στις φυλακές, να ξέρεις, μπορείς να φέρεις και τσιγάρα, να φέρεις και τηλέφωνα και ό,τι θες. Τις φυλακές δεν τις ελέγχουν οι σωφρονιστικές διοικήσεις, τις ελέγχουν οι κρατούμενοι. Όπως ελέγχει τη χώρα ο λαός, το ίδιο γίνεται και στη φυλακή.
Έτσι όπως τα λες, δεν μου φαίνεται να πέρασες δύσκολα. Δεν μπορώ να πω ότι ήταν δύσκολα, γιατί είχα δει πολλά και είχα άγνοια του κίνδυνου. Ήμουν βλαμμένος με το έγκλημα, το θεωρούσαμε κουλτούρα. Ξέραμε ότι θα μας σεβαστεί ο υπουργός ή ο επιχειρηματίας άμα είμαστε μπράβοι, γιατί θα μας χρησιμοποιήσει να σπάσουμε μια διαδήλωση, ή να του κάνουμε κάποια δουλειά. Βλέπαμε ότι από εμάς θα ζητήσει ναρκωτικά, ή να προστατευτεί από τη βίζιτα που σηκώθηκε της έσκασε μία στα μούτρα και σηκώθηκε και έφυγε και μετά φοβόταν να μην του κάνει μήνυση και μαλακίες. Στα «μπραβίστικα» βλέπεις τα πάντα.

02

Για πες μου τώρα σαν μπράβος τι δουλειές έκλεινες; Έριχνες πολύ ξύλο; Ερχόντουσαν αποκλειστικά γυναίκες για να ζητήσουν κάτι. Απελπισμένες γυναίκες που είχαν χωρίσει, επειδή τις παράτησαν στο δρόμο, επειδή τις έδειραν, για πολλούς λόγους, επειδή δεν τους έδιναν διατροφή. Και θυμάμαι και διάφορα κωμικά περιστατικά. Είχε έρθει κάποια και μου λέει «έχω μόνο 50 χιλιάρικα, ρίχ’ του δυο μπουνιές». «Λες ότι δεν έχεις να φας μωρή, έχεις μόνο 50 χιλιάρικα και το πρόβλημα σου είναι αυτό;». Αυτό ήταν όμως, γιατί της έχει γαμήσει τη ζωή ο άλλος. Μου έλεγε κάποια «θέλω να τον κοιτάζω από το μπαλκόνι να τον δέρνεις, μπορείς; Και να φωνάζω εγώ απ’ το μπαλκόνι ‘Μη! Μη, τον άντρα μου!». Ζούσα μια κωμωδία. Περισσότερο ως μπράβος ασχολήθηκα με τις γυναίκες. Τους κέρδιζα την εμπιστοσύνη, ήταν και η φάτσα μου τέτοια και ερχόντουσαν και μου λέγανε «μου έκανε αυτό, μου έκανε εκείνο, μου έκανε το άλλο». Και με ρίχνανε.
Έχεις νιώσει τύψεις καθόλου την ώρα που πας να δείρεις κάποιον; Φυσικά και έχω νιώσει, πάρα πολλές φορές. Δεν νιώθεις ωραία χτυπώντας έναν άνθρωπο που δεν τον ξέρεις και δεν σου έχει κάνει τίποτα. Για να χτυπήσω κάποιον, έψαχνα να βρω τρόπους μέσα μου να τσαντίζω τον εαυτό μου. Έβρισκα τρόπους να γίνω κακός. Σε κάθε ξυλοδαρμό είχα τύψεις και ξέρεις δεν τις είχα σε πρώτο χρόνο, αλλά σε δεύτερο. Μετά από μια ώρα έλεγα «τι έκανα τώρα; Μπας και του έσκισα το ζυγωματικό; Μπας και τον άφησα στο τόπο και δεν το κατάλαβα; Μπας το ένα; Μπας το άλλο; Και άμα ήταν γνωστός; Ή φίλος, ή συγγενής;» όλα τα σκέπτεσαι μετά. Από την άλλη, παίζει και το αντίθετο, σκεφτόμουν «το μουνόπανο, το χρειαζόταν» γιατί το είδα την ώρα εκείνη που τον βάραγα, το είδα στα μάτια του, ότι ήταν μουνόπανο και τις ήθελε ο πούστης. Πιστεύω ότι έχω φτιάξει ζωές ανθρώπων με ξύλο. Από το γυμνάσιο ακόμα. Ερχόταν ένας μαθητής διπλάσιος και με ξεφτίλιζε μπροστά στην γκόμενα; Μπουνίδι, κεφαλοκλείδωμα και το πρόσωπο κάτω στο τσιμέντο. Την άλλη μέρα καλύτερος άνθρωπος αυτός, σεβαστικός, μύγα δεν ξανά πείραζε. Το λέει και το ευαγγέλιο «όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος».
Έχεις μετανιώσει για όλα αυτά, 17 χρόνια μετά; Φυσικά και έχω μετανιώσει. Πιστεύω στο λάθος. Εγώ δεν είμαι της θεωρίας ότι για ότι έχω κάνει δεν μετανιώνω. Μετανιώνω και το έχω κάνει τραγούδι κιόλας «Μετανιώνω, κάθε ώρα και στιγμή, μετανιώνω». Εννοείται πως μετανιώνω. Απλά η μετάνοια κρύβει μέσα της δύναμη και πρέπει εσύ να είσαι αυτός που θα το πάρει χαμπάρι , τι έχεις κάνει λάθος δηλαδή και τι σωστό. Έχω χάσει από αυτά που έκανα στο παρελθόν, έχω χάσει τη μάνα μου, έχω χάσει τα χρόνια μου, τη φήμη μου, τη ζωή μου, την εμπιστοσύνη που μπορεί να μου είχαν οι άνθρωποι.

05

Δεν έχεις κερδίσει πράγματα; Έχω και κερδίσει. Αν δεν έχεις φάει και δεν έχεις ρίξει ξύλο, δεν έχεις καταλάβει πώς είναι η όλη ιστορία. Αν δεν έχεις κοντραριστεί με τους ανθρώπους δεν θα σου βγάλει από μέσα σου κάτι κάλο, κάποιο συναίσθημα, υλικό για όνειρα για τη ζωή. Πρέπει να υπάρχει τριβή, βάσανο. Απ’ έξω και με φιλική συμμέτοχη δεν γίνεται τίποτα. Εμένα η μάνα μου μού έδινε δύναμη στη φυλακή, μου έλεγε «μια τρύπα είναι όλο αυτά, θα τα καταφέρεις, θα επιβιώσεις». Αλλά το ότι έχω μετανιώσει δεν σημαίνει ότι αν με έβαζες υπό τις ίδιες συνθήκες πάλι σε εκείνη την εποχή θα μπορούσα να κάνω κάτι διαφορετικό. Αν είχα τη γνώση που έχω σήμερα και με πήγαινες πάλι τότε, σε εκείνο το μαλακισμένο παιδί, δεν ξέρω τι θα έκανα.
Και πώς άλλαξες τελικά και έγινες στιχουργός, Ποια είναι η ιστορία; Όταν αποφυλακίστηκα, αποφάσισα ότι πρέπει να αλλάξω, να πάρω τη ζωή στα χέρια μου ξανά. Έπιασα δουλειά με μέσο σε σουπερμάρκετ, στην αρχή, για ένα εξάμηνο. Αλλά αν και είχα μεγάλο δίχτυ προσαρμοστικότητας, το σκέφτηκα και αποφάσισα ότι ήταν ανούσιο για μένα, όχι επειδή δεν μου άρεσε η δουλειά ή επειδή δεν μπορούσα να προσαρμοστώ, αλλά με πέταγε έκτος ρυθμών αυτών που ήθελα να κάνω. Μέσα μου είχα αποφασίσει ότι θέλω να ασχοληθώ με το τραγούδι. Όταν ήμουν στην φυλακή άκουγα μουσική από ένα ραδιόφωνο και έπιανα τις μελωδίες και έβαζα πάνω δικούς μου στίχους. Όταν έγραψα κάποια κομμάτια άρχισα να χτυπάω τις πόρτες των καλλιτεχνών αλλά με αντιμετώπιζαν σαν εξωγήινο, μου έκλειναν τις πόρτες στα μούτρα σε απογοητευτικό βαθμό. Μέχρι που μια μέρα συνάντησα στο δρόμο τον Νίκο Καλλίνη, στο Παγκράτι που έμενα τότε. Ήταν με τη μηχανή του και τον σταμάτησα. Του είπα ότι γράφω στίχους και εκείνος δεν με αντιμετώπιζε πολύ σθεναρά γιατί τα είχε ξανά ακούσει όλα αυτά. Του είπα ότι γράφω καλούς στίχους και ότι θέλω να τους ρίξει μια ματιά και αν δεν του αρέσουν να τους σκίσει. Τον πίεσα λίγο παραπάνω, ότι και καλά θα το έπαιρνα προσωπικά, και τους διάβασε, και την άλλη μέρα με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει «έλα, έχω γράψει μουσική για τους στίχους σου»! Ήταν τα τραγούδια «Μετανιώνω» και «Αγάπη, τι δύσκολο πράγμα» του Σφακιανάκη. Έτσι μπήκα στο τραγούδι και ξεκίνησα τη συνεργασία μου με πολλούς καλλιτέχνες: τον Σφακιανάκη, τον Μαζωνάκη, τον Χατζηγιάννη, την Γλυκερία, τον Μακρόπουλο και άλλους.
Σήμερα τι κάνεις στη ζωή σου; Σήμερα ζω στην Τρίπολη που είναι η πρώην γυναίκα μου και τα παιδιά μου, ασχολούμαι με το τραγούδι και κατεβαίνω μερικές φορές το μήνα στην Αθήνα για να συναντήσω κάποιους ανθρώπους που ίσως τραγουδήσουν κομμάτια μου. Επίσης, έχω εκπομπή ραδιοφωνική στο σταθμό της Τρίπολης και βοηθώ αμισθί την πόλη μου στα πολιτιστικά της. Αυτό το γουστάρω πάρα πολύ, μπορεί να είναι κάποιοι από την Τρίπολη, αλλά γουστάρουν να ακούσουν τον Χαρούλη ή την Μποφίλιου και το γουστάρω αυτό. Και εγώ με τον τρόπο μου θα τους πείσω αυτούς να έρθουν να τραγουδήσουν. Ζω μια ήρεμη και φυσιολογική ζωή εκεί, θέλω να πεθάνω εκεί και δεν το αλλάζω με τίποτα αυτό.

06
Κείμενο: Τάσος Αντωνόπουλος
Φωτογραφίες: Πάνος Κέφαλος

Δείτε παρακάτω και τα σχετικά βίντεο.




Σάββατο 14 Ιουνίου 2014

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ (Κ.ΣΤΑΘΑΚΟΠΟΥΛΟΥ)



ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ (ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑΣ ΣΤΑΘΑΚΟΠΟΥΛΟΥ)



Και βγήκε ο έρωτας
σεργιάνι..
Ντυμένος..
στολισμένος..
με τ’ αγοραία του φτιασίδια,
έλαμπε επιτήδευση..!
Να μακιγιάρει ήθελε..
Με τέχνη αψεγάδιαστη
να καμουφλάρει,
χρόνων – αιώνων
όλα τα αποκαΐδια..
Και στραφτάλιζαν
στο διάβα του
τα κατακόκκινα κραγιόνια..
Κι ευθύς..
η νύχτα,
μπαρούτιασμα στα σύμπαντα
οσμίστηκε..
Κι ακροπατώντας..
σβηστά κρατώντας
του πόθου τα λαμπιόνια,
τ’ αστέρια παραμέρισε
αλαφιασμένη..
Φεγγάρια σκέπασε
κυνηγημένη..
Η καλυμμένη επέλαση
κακού,
μην και τα σβήσει..
Με τρόμο έκρυψε
στο βλέμμα της,
όλης της μέρας
τα φοβισμένα ελλείμματα
λαχταρισμένη..
Στον κόρφο έθαψε
τ’ απόβραδου
άβουλα τα διλήμματα..
Να μη φανούνε..
Μη και πυρώσουν
τα βιαστικά τους..
Μη και καούνε..
σαν δικασμένου έρωτα,
συχωρεμένα κρίματα..
Κι έδενε η νύχτα τα σκοτάδια της..
Κι έλυνε ο έρωτας τις προσμονές..
Δήθεν..?
Αληθινές..?
Κανένα απ’ τα λαβώματα
δε βρήκε
να’ απαντήσει..
Ως και το χάραμα..
νύσταγμα δήλωσε
και πήρε να κοιμίσει,
όλα της νύχτας
τα μαλώματα..
Σ’ απόηχο
απ’ το γδαρμένο
απ’ το μουτζουρωμένο φως του,
γλυκά να τ’ ακουμπήσει..
Τι νύχτα ..
με φώσφορο σαβανωμένη
ήταν κι αυτή…!
Μια νύχτα ξέθωρη..
μια νύχτα αφορισμένη
από τα ατέλειωτα,
ηλεκτροφόρου έρωτα,
αλλόφρονα.. γιατί……!


Δευτέρα 9 Ιουνίου 2014

ΕΛΑ ΗΛΙΕ ΜΟΥ (Κ. ΤΟΥΡΝΑΣ-POLL)



ΕΛΑ ΗΛΙΕ ΜΟΥ (Τραγούδι των Κώστα Τουρνά-POLL)



Φρέσκο το χώμα
βροχή έχει πέσει
τα φύλλα ξερά,
υγρά τα μάτια μου είναι
νομίζω πως θέλω να κλάψω.

Με λίγες νότες
τραγούδι έχω γράψει
να σου τραγουδώ,
όταν θα βλέπεις πουλιά
μακριά σου να φεύγουν στον ήλιο,
κοροϊδεύουν τα κλουβιά.

Είναι καιρός που φέρνει
τον έναν στον άλλον κοντά,
είναι καιρός που χωρίζουν οι σκέψεις
και μένουμε μόνοι.

Πόσο ανάγκη έχω τώρα
από ένα δικό σου φιλί,
πόσο μου λείπει η ζεστή σου
ανάσα που χείλη θεριεύει
ζωντανεύει την καρδιά.

Ήλιε μου, ήλιε μου,
Έλα ήλιε μου.


Δείτε τα παρακάτω σχετικά βίντεο.




ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΖΩΗ (Ι. ΔΑΥΡΟΣ)



ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΖΩΗ (Του Ιωάννη Δαύρου)



Σ' εφημερία ζωής με όρισαν,
άγνωστες οι βουλές κι' οι νόμοι
αυτών που το καθόρισαν...
Μ' ένα λυχνάρι
ζωής μοναδικό εφόδιο
γύρω μου αχνοφέγγιζα,
προσπάθεια άπελπις
το σύμπαν να φωτίσω...
Πορεία υπάκουη σε ρυθμό σταθερό
κύκλους πάντα να κάνει...
Από Χειμώνα νύχτα έρχομαι,
σε Άνοιξης γλυκοχάραμα γεννιέμαι
κι' όλο το πρωϊνό μιά πανδαισία,
σ' έρωτα μεθυσμένο χορό
αχόρταγα στροβιλίζομαι,
γλυκό πουλί της νιότης
στης ζωής την καλύτερη ώρα...
Μα πριν προλάβω
τον ήλιο του Καλοκαιριού
το μεσημέρι να χορτάσω,
σε χλωμό Φθινόπωρου
δειλινό παραδίνομαι...
Από ξενοιασιάς πρωϊνό
σε ηδονή μεσημεριού
κι' από μεστό απόγευμα
σε κουρασμένο δείλι...
Τότε η νύχτα ζυγώνει
ερωτήματα τυλιγμένη...
Πώς να γύρω στην αγκαλιά της
χωρίς ανατολής προσδοκία;


Δείτε το παρακάτω σχετικό βίντεο.



Κυριακή 8 Ιουνίου 2014

ΘΑ ΜΕ ΘΥΜΗΘΕΙΣ (Γ. ΠΑΡΙΟΣ)



ΘΑ ΜΕ ΘΥΜΗΘΕΙΣ (Τραγούδι του Γιάννη Πάριου)



Θα με θυμηθείς, να το θυμηθείς
όταν φύγω πια κι όταν αισθανθείς παγωνιά και τέλος,
τότε τι να πεις για παρηγοριά...
Τότε θα 'ν' αργά...

Θα 'ρθουνε στιγμές δάκρυα γεμάτες
μόνη σου θα κλαις, κλείσανε θα λες της ζωής οι στράτες.
Θα με θυμηθείς, όταν πια θα δεις
πόσο σ' αγαπώ...

Θα με θυμηθείς, να το θυμηθείς
όταν θα χαθώ θα με νοσταλγείς και θα με γυρεύεις,
τότε τι να βρεις μες στην ερημιά...
Τότε θα 'ν' αργά...



Σάββατο 7 Ιουνίου 2014

ΘΕΛΩ - JE VEUX (ZAZ)



ΘΕΛΩ - JE VEUX (Τραγούδι της ZAZ)



Donnez-moi une suite au Ritz, je n'en veux pas
Χάρισε μου μια σουίτα στο ξενοδοχείο Ritz, δεν την θέλω

Des bijoux de chez Chanel, je n'en veux pas
Τα Chanel κοσμήματα, δεν τα θέλω

Donnez-moi une limousine, j'en ferais quoi ?
Χάρισε μου μια λιμουζίνα, τι να την κάνω;

Offrez-moi du personnel, j'en ferais quoi ?
Πρόσφερε μου προσωπικό, τι να το κάνω;

Un manoir à Neufchatel, ce n'est pas pour moi
Μια έπαυλη στο Neufchatel, δεν είναι για 'μένα

Offrez-moi la Tour Eiffel, j'en ferais quoi ?
Πρόσφερε μου τον πύργο του Eiffel, τι να τον κάνω;

Je veux de l'amour, de la joie, de la bonne humeur
Θέλω αγάπη, χαρά και καλή διάθεση

Ce n'est pas votre argent qui fera mon bonheur
Δεν είναι τα χρήματά σου που θα με κάνουν ευτυχισμένη

Moi je veux crever la main sur le coeur
Θέλω να πεθάνω με το χέρι στην καρδιά

Allons ensemble, découvrir ma liberté
Πάμε μαζί, ας ανακαλύψουμε την ελευθερία

Oubliez donc tous vos clichés
Ξέχνα όλα τα στερεότυπα σου

Bienvenue dans ma réalité
καλώς ήρθες στην δική μου πραγματικότητα

J'en ai marre de vos bonnes manières, c'est trop pour moi
Κουράστηκα με τους καλούς σου τρόπους· είναι υπερβολικοί για 'μένα

Moi je mange avec les mains et je suis comme ça
Τρώω με τα χέρια μου, έτσι είμαι

Je parle fort et je suis franche, excusez-moi
Μιλάω δυνατά και είμαι ειλικρινής, συγγνώμη

Finie l'hypocrisie, moi je me casse de là
Ας τελειώνουμε με την υποκρισία, εγώ σταματάω

J'en ai marre des langues de bois
Κουράστηκα με τα διφορούμενα λόγια

Regardez-moi, de toute manière je vous en veux pas et je suis comme ça !
Κοίταξε με, δεν έχω θυμώσει καν μαζί σου, απλώς έτσι είμαι!

Je veux de l'amour, de la joie, de la bonne humeur
Θέλω αγάπη, χαρά και καλή διάθεση

Ce n'est pas votre argent qui fera mon bonheur
Δεν είναι τα χρήματά σου που θα με κάνουν ευτυχισμένη

Moi je veux crever la main sur le coeur
Θέλω να πεθάνω με το χέρι στην καρδιά

Allons ensemble, découvrir ma liberté
Πάμε μαζί, ας ανακαλύψουμε την ελευθερία

Oubliez donc tous vos clichés
Ξέχνα όλα τα στερότυπα σου

Bienvenue dans ma réalité
καλώς ήρθες στην δική μου πραγματικότητα.


Δείτε τα παρακάτω σχετικά βίντεο.


 


  

Τετάρτη 4 Ιουνίου 2014

ΑΝΑΓΚΗΣ ΨΗΓΜΑΤΑ... (Γ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ)




ΑΝΑΓΚΗΣ ΨΗΓΜΑΤΑ... (Της Γιούλης Παπαδοπούλου)


 

Τόσα τα χιλιοειπωμένα
κι όμως ανείπωτα.
Σκέψεις....συρτάρια κλειδωμένα
ήθη ξετσίπωτα !
Αδύνατη η επικοινωνία
βράχος που ανθίσταται.
Παρείσακτη η αγωνία
ωσεί παρίσταται...
Άνθρωποι αγρίμια -λες- θηρία
φτηνοί κι απόμακροι
σε λαϊκά λεωφορεία
συρμοί στενόμακροι.
Λέξεις στιλέτα ακονισμένα
ηχούν σαν ψεύτικες
κορμιά επιτήδεια στολισμένα
φρούτα που γεύτηκες....
Τόσα τα χιλιοειπωμένα
κι όμως ανείπωτα.
Παιδιά οι ψυχές μας πεινασμένα
τα βάρη ασήκωτα....



ΓΙΟΥΣΟΥΡΟΥΜ (Ν. ΑΣΙΜΟΣ)



ΓΙΟΥΣΟΥΡΟΥΜ (Του Νικόλα Άσιμου)



1. Ήταν οι πόρτες μου δίχως μπαχτσέδες και μεντεσέδες κρατάνε τη γη
Γίναν οι φτέρνες μου σαν τροχαλίες και στον κουβά τους αράζεις εσύ
Αλλάζεις συχνά κάθε τόσο στολή, αλλάζεις οσμή, αλλάζεις σασί
Και η ελπίδα μας έχει θαφτεί σαν το Ντορή μες στο παχνί.

2. Πάγωσε η ψείρα μου και παραπαίουσα, μ ένα τικ-τακ μου ματώνει τ αυτιά
Όλα με πρόγραμμα, όλα στο σχέδιο, πρωτοκολλήσαμε τον έρωτα
Και θες να πετύχω με μια μπαταριά, χίλια φλουριά, χίλια φλουριά
Για να σου χαρίσω μαντάτα καλά, να χεις αγάπη μου λεφτά.

3. Ποντικοφάρμακο για τους μεγάλους και μουρουνόλαδο για τα παιδιά
Κι έπλεξες σώβρακα για τους φαντάρους και θυσιάστηκες πατριωτικά
Σου στέλνω μήνυμα μ ένα ταμ-ταμ να μαγειρεύεις με βιτάμ
Κι ήσουνα γόησσα κι έκανες μπαμ, γι αυτό σε ψάχνω στα χαμάμ.

4. Άδειο το βλέμμα σου, κούφιες οι ώρες μας, στα ενυδρεία σε χώσαν ζωή
Συνηθισμένοι καθένας στο ρόλο του, κι η φαντασία μας έχει χαθεί.
Την ξεπουλήσαμε στο γιουσουρούμ, για ένα κουστούμ, για ένα κουστούμ
Την ξεπουλήσαμε στο γιουσουρούμ, για ένα κουστούμ, για ένα κουστούμ.

5. Μια διαδήλωση, δέκα μικρόφωνα και τα μεγάφωνα στη διαπασών
Χιλιάδες δίποδα με μαγνητόφωνα κι έχουν λουστεί με την ίδια λοσιόν
Ξεπουληθήκατε στο γιουσουρούμ, για ένα κουστούμ, για ένα κουστούμ
Κι ο εαυτούλης σας πέταξεβζουμ, ταρατατατζούμ, ταρατατατζούμ.

6. Ω, εποχή μου θυμίζεις τον Καίσαρα κι οι μελλοθάνατοι σε χαιρετούν
Κι όσο γερνώ μπουσουλώ με τα τέσσερα, τα τροχοφόρα με προσπερνούν
Φεύγω και πάω να βρω στο Μπανγκόκ το σύντροφό μου τον Κινγκ-Κονγκ
Μες στο μυαλό μου βαράνε τα γκογκ, μοιάζω με μπάλα του πινγκ-πονγκ.

7. Μας εκτελούνε με σφαίρες ντουμ-ντουμ, σφαίρες ντουμ-ντουμ, σφαίρες ντουμ-ντουμ
Κι εμείς ξεπουλιόμαστε στο γιουσουρούμ, ταρατατατζούμ, για ένα κουστούμ.


Δείτε παρακάτω τα σχετικά βίντεο.







Τρίτη 3 Ιουνίου 2014

ΜΥΧΙΟΣ ΠΟΘΟΣ (Ν. ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ)




ΜΥΧΙΟΣ ΠΟΘΟΣ (Του Νίκου Θεοδωράκη)



Θα ΄θελα...
Θα ΄θελα να μπορούσα να γυρίσω το χρόνο πίσω…
Να συνεχίσω, από κει που άφησα τον ήλιο

ν΄ ανατέλλει στον ορίζοντα των μύχιων πόθων,
τη σελήνη σε μόνιμη πανσέληνο,
τους ανέμους να παρασέρνουν στο πέρασμά τους τα όρνια,
τα ποτάμια της οργής για την αδικία φουσκωμένα,
την οργισμένη θάλασσα ανήμπορη

να πάρει στο βυθό της το ιστιοφόρο της ελπίδας
με τα σπασμένα κατάρτια.
Θα ΄θελα…

Θα ΄θελα να ξαναρχίσω από κει
που άφησα την τρέλα της νιότης μου να σιτέψει…


Δευτέρα 2 Ιουνίου 2014

Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΣΟΥΓΙΑΔΙΕΣ (Κ. ΓΩΓΟΥ)



Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΣΟΥΓΙΑΔΙΕΣ (Της Κατερίνας Γώγου)



Η ζωή μας είναι σουγιαδιές
σε βρώμικα αδιέξοδα
σάπια δόντια ξεθωριασμένα συνθήματα
μπάσσο βεστιάριο
μυρουδιές από κάτουρα αντισηπτικά
και χαλασμένα σπέρματα. Ξεσκισμένες αφίσσες.
Πάνω κάτω. Πάνω κάτω, η Πατησίων.
Η ζωή μας είναι η Πατησίων.
Εμείς εκεί.
Μια ζωή λιγούρια ταξιδεύουμε
την ίδια διαδρομή.
Ξεφτίλα μοναξιά απελπισία. Κι ανάποδα.
Εντάξει. Δεν κλαίμε. Μεγαλώσαμε.
Μονάχα όταν βρέχει
βυζαίνουμε κρυφά το δάχτυλό μας. Και καπνίζουμε.
Η ζωή μας είναι
άσκοπα λαχανητά
σε κανονισμένες απεργίες
ρουφιάνους και περιπολικά.
Γι’ αυτό σου λέω.
Την άλλη φορά που θα μας ρίξουνε
να μην την κοπανήσουμε. Να ζυγιαστούμε.
Μην ξεπουλήσουμε φτηνά το τομάρι μας ρε.
Μη. Βρέχει. Δόσμου τσιγάρο.


Δείτε το παρακάτω σχετικό βίντεο.


Σημείωση
Οι σκηνές του βίντεο είναι από την ταινία "Παραγγελιά". Η ταινία βασίζεται σε ένα αληθινό γεγονός. Το 1973 σε ένα νυχτερινό κέντρο, ο Νίκος Κοεμτζής, με τη βοήθεια του αδελφού του, έσφαξε τρεις αστυνομικούς για μια παραγγελιά... Ο σκηνοθέτης δίνει τη δική του ερμηνεία για αυτό το γεγονός, αποδεικνύοντας ότι η πράξη του δεν ήταν τίποτα άλλο από μια απελπισμένη αντίδραση κατά του συστήματος που τον καταπίεζε και στόχευε στην τελική του εξόντωση. Το νυχτερινό κέντρο όπου έγινε η σφαγή έμοιαζε με νεκροταφείο όπου οι ελπίδες των απελπισμένων Ελλήνων είναι θαμμένες. Σκηνές που θυμίζουν αρχαία τραγωδία τονίζουν την μοίρα ενός έθνους που χαραμίζεται σε φονικούς τσακωμούς, παραγγελιές μέσα σε νυχτερινά κέντρα γεμάτα χαφιέδες, πουτάνες, νταβατζήδες και σκληρούς 'άντρες'.


25 ΜΑΪΟΥ (Κ. ΓΩΓΟΥ)




25 ΜΑΪΟΥ (Tης Κατερίνας Γώγου)



Ένα πρωί θ' ανοίξω την πόρτα
και θα βγω στους δρόμους
όπως και χτες.
Και δεν θα συλλογιέμαι παρά
ένα κομμάτι από τον πατέρα
κι ένα κομμάτι από τη θάλασσα
-αυτά που μ' άφησαν-
και την πόλη. Την πόλη που τη σάπισαν.
Και τους φίλους μας που χάθηκαν.
Ένα πρωί θα ανοίξω την πόρτα
ίσα ολόισα στη φωτιά
και θα μπω όπως και χτες
φωνάζοντας "φασίστες!!"
στήνοντας οδοφράγματα και πετώντας πέτρες
μ' ένα κόκκινο λάβαρο
ψηλά να γυαλίζει στον ήλιο.
Θ' ανοίξω την πόρτα
και είναι -όχι πως φοβάμαι-
μα να, θέλω να σου πω, πως δεν πρόλαβα
και πως εσύ πρέπει να μάθεις
να μην κατεβαίνεις στο δρόμο
χωρίς όπλα όπως εγώ
- γιατί εγώ δεν πρόλαβα-
γιατί τότε θα χαθείς όπως και εγώ
"έτσι" "αόριστα"
σπασμένη σε κομματάκια
από θάλασσα, χρόνια παιδικά
και κόκκινα λάβαρα.
Ένα πρωί θ' ανοίξω την πόρτα
και θα χαθώ
με τ΄όνειρο της επανάστασης
μες την απέραντη μοναξιά
των δρόμων που θα καίγονται,
μες την απέραντη μοναξιά
των χάρτινων οδοφραγμάτων
με το χαρακτηρισμό -μην τους πιστέψεις!-
Προβοκάτορας.



Δείτε το παρακάτω σχετικό βίντεο.



Κυριακή 1 Ιουνίου 2014

16 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟΤΕ ΠΟΥ Ο ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ ΕΘΕΛΟΥΣΙΑ ΠΕΡΑΣΕ ΣΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ...



1-6-1998 ΚΑΙ Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ, ΩΣ ΑΛΛΟΣ ΕΜΠΕΔΟΚΛΗΣ, ΑΝΕΒΑΙΝΕΙ ΣΤΟ ΟΡΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΤΑΔΥΘΕΙ ΣΤΟ ΧΑΟΣ ΚΑΙ ΝΑ ΥΠΕΡΥΨΩΘΕΙ ΣΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ...



ΚΡΑΤΗΡ (του Δ. Λιαντίνη)
 
Ἡ μουσική πού ξαγριεύει τά πουλιά
διαγούμισε τίς πολιτεῖες.
Στα κλαδιά τῆς ἀκακίας άνθίζει ἡ βιάση.
Κατηφοράει στούς λόφους πίσσα και πορφυρή
μαρμαρυγή.
Στ’ ἀρχοντικό τῆς σεισμοπυρκαγιᾶς
φῶτα καί καμπάνες.
Παράμερα σκουριάζουνε λυπητερά
τά σάνδαλα τοῦ Ἐμπεδοκλῆ.
 


Ο Εμπεδοκλής ανεβαίνει τα ύψη κάθετα. Σε τέμπο ανήμερο. Μουσική με εξαίσια όργανα συνοδεύει το δρόμο του. Είναι εκείνη η άλλη Eroica. Ο μεγάλος Κωφός δεν έχει χρεία πια να σκίσει την αφιέρωση του. Γιατί ο ήρωας δε θα φενακίσει τώρα την ελπίδα των ανθρώπων. Και το Marcia funebre ακούγεται για πάντα τραγούδι του πένθους. Στο δρόμο θανάτου που δεν έχει γυρισμό.
Το βήμα του αστροβάτη αφήνει πίσω τις πλαγιές, μαζί με το φως του ήλιου που βασιλεύει αντίκρα. Μια γραμμή καθαρή χωρίζει το φωτιζόμενο που καταδιώκεται, και ανεβαίνει, και λιγοστεύει. Από τη σκιά που καταδιώκει, και ανεβαίνει, και περισσεύει. Ώσπου ο ίσκιος να σκεπάσει την τελευταία άκρια της κορυφής του όρους. Την ώρα που η στερνή αχτίνα του ήλιου από πέρα θα βυθίσει στο βύθος των οριζόντων.
Το πήδημα του Εμπεδοκλή στη μήτρα του Χάους άγγιξε την πιο ανθρώπινη πράξη που έπραξε άνθρωπος.
Γιατί; Γιατί εκεί και τότε παίχτηκε στα ζάρια το αρχέτυπο, και όχι το παράδειγμα.
Πώς; Το πώς μας το άφηκε αίνιγμα και δώρο.
 

                                                                                   (Απόσπασμα από το "ΓΚΕΜΜΑ")