Τετάρτη 18 Ιουνίου 2014

ΝΙΚΟΣ ΓΡΙΤΣΗΣ: ΕΝΑΣ "ΑΛΛΟΙΩΤΙΚΟΣ" (ΣΤΙΧΟΥΡΓΟΣ) ΠΟΙΗΤΗΣ...



ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΙΔΙΟΤΥΠΟΣ ΑΛΛΑ ΕΠΙΤΥΧΗΜΕΝΟΣ ΣΤΙΧΟΥΡΓΟΣ ΚΑΙ ΟΛΗ ΤΟΥ Η ΖΩΗ ΜΟΙΑΖΕΙ ΜΕ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ...


Ο Νίκος Γρίτσης θα μπορούσε να ήταν μυθιστορηματικός ήρωας -έχει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά του πρωταγωνιστή που θα μπορούσαν να γοητεύσουν και να παρασύρουν τον αναγνώστη μέχρι το τέλος του βιβλίου. Μερικές φορές, όμως, η πραγματικότητα ξεπερνά τη φαντασία.

Πώς ήταν τα παιδικά σου χρόνια; Είμαι ο καρπός παθιασμένου σεξ σε νεκροταφείο: Ο αρχηγός του Πανακρατικού της Τρίπολης γνώρισε την υποτιθέμενα πιο ωραία μαθήτρια εκείνης της εποχής, βγήκαν στο πρώτο τους ραντεβού και έκαναν έρωτα για πρώτη φορά στο νεκροταφείο της πόλης. Ήταν το μοναδικό ήσυχο μέρος της περιοχής. Η μάνα μου ήταν δεκαεπτά ετών, έμεινε έγκυος, σταμάτησε το σχολείο και παντρεύτηκε τον πάτερα μου. Αναγκαστικά παντρεύτηκε, γιατί έτσι επέβαλε το ήθος της εποχής, «την άφησες έγκυο, θα την πάρεις». Μεγάλωσα στην Τρίπολη, μέχρι το γυμνάσιο. Μέχρι τότε δεν είχα κάποιο ιδιαίτερο ταλέντο σε κάτι, ούτε στη μουσική, ούτε στον αθλητισμό. Απλά εκείνη την εποχή οι ταινίες του «Godfather» και του «Rambo» ήταν δείγμα αρρενωπότητας, όπως και οι διαφημίσεις του «Marlboro» και του «Camel». Είχα σαν πρότυπο τον πατέρα μου που ήταν ο ωραίος, ο τσαμπουκάς και ο σέντερ μπακ αρχηγός της τότε ομάδας της Τρίπολης, ενώ η μάνα μου ήταν πιο καλλιτεχνικός τύπος. Διάβαζε πάρα πολύ λογοτεχνία, ενώ είχε ασχοληθεί και με την ηθοποιία. Τότε λοιπόν ξεκίνησα την πυγμαχία στην Τρίπολη, παρόλο που την εποχή εκείνη δεν ήταν κάτι διαδεδομένο. Ύστερα οι γονείς μου χώρισαν και στα 14 έφυγα με τη μάνα μου για την Αθήνα. Εκεί ξεκίνησα πιο σοβαρά την πυγμαχία, την εποχή που άρχισα να διαμορφώνομαι σαν άτομο.
Με την πυγμαχία ασχολήθηκες κάποια στιγμή και επαγγελματικά; Ήμουν από τους καλυτέρους αθλητές του Γιάννη Αϊδηνιώτη, πυγμάχου τότε του Παναθηναϊκού, ο οποίος αργότερα ασχολήθηκε με τη νύχτα. Ήμουν σχεδόν επαγγελματίας, γιατί άργησα να ξεκινήσω. Στη Τρίπολη δεν υπήρχε κάποια σχολή πυγμαχίας. Είχα κάνει κάποια μαθήματα στον Πανελλήνιο και είχα μια ιδέα πώς βγαίνει το αριστερό-δεξί κροσέ, αλλά δεν ήμουν σε επίπεδο πρωταθλητισμού.

04

Με τη νύχτα πώς έμπλεξες; Στην εφηβεία, μετά το χωρισμό των δικών μου, κατατάχτηκα εθελοντής στις ειδικές δυνάμεις στο στρατό, στο Μεγάλο Πεύκο, και έγινα δόκιμος αλεξιπτωτιστής. Ήμουν ανθυπολοχαγός από τα 18 έως τα 20 και είχα μάθει από πιστόλια -έτοιμο «μπουμπουκάκι», δηλαδή. Εκεί άρχισα τις επαφές μου με το κόσμο της αθηναϊκής νύχτας. Το είχα στο αίμα μου τότε, έβραζε το μέσα μου. Αν και δεν με υπολόγιζαν πολύ σαν δύναμη -γιατί είχα ύψος 1.75 και δεν ήμουν κάνας φουσκωτός- ξεκίνησα να δουλεύω σε διάφορα μαγαζιά ως πορτιέρης, όπως το «Wild Rose», και σε μαγαζιά πίσω από το HILTON. Την εποχή εκείνη η νύχτα της Αθήνας βρισκόταν σε μετάβαση. Είχαν γίνει δολοφονίες μεγάλων μπράβων της εποχής: Καλλημώρου, Σιώμου, Δεληκάρη, είχε κλείσει ένας κύκλος αίματος και είχαν βγει οι καινούριες ομάδες προστασίας στη νύχτα. Σε μια από αυτές εντάχτηκα και εγώ ως πορτιέρης, αλλά σιγά – σιγά μπλεκόμουν σε φασαρίες και τσακωνόμουν. Με βγάζανε και μπροστά σαν πυγμαχάκι που ήμουν και καταλαβαίνεις, σιγά-σιγά έγινα μπραβάκι. Μετά πήγαμε όλη η ομάδα στον Πειραιά και άρχισα να δουλεύω στο «Metropolis» και σε άλλα μεγάλα μαγαζιά. Χωρίς ιδιαίτερες περγαμηνές γιατί ήμουν κοντός, δεν ήμουν ο άνθρωπος που θέλανε για να φαίνεται, αλλά ήμουν ο άνθρωπος που για ό,τι γινόταν, με πετάγανε μπροστά. Είχα και εγώ τότε το «αφόβητο», αυτή την άγνοια κίνδυνου.
Κι αποφάσισες ότι θα δουλεύεις ως μπράβος; Μόλις έφτασα σε ένα σημείο να ορίζω τα πράγματα, να πηγαίνω να εισπράττω από τα μαγαζιά «προστασία», άρχισαν σιγά-σιγά να με εκτιμούν και μου άρεσε αυτό. Ήρθα σε κόντρα και με μερικούς μπράβους των αντίθετων πλευρών γιατί ήταν λίγο παλαιστικοί ή μπιστολιάδες και αναγκάστηκα και εγώ πρώτη φορά να πάρω όπλο  στα χέρια μου για να υπερασπιστώ τη δουλειά μου. Χωρίς να το χρησιμοποιώ, ήταν πιο πολύ για μόστρα, ότι έχω και εγώ, του τύπου «αφήστε τα κάτω τώρα και πάμε να τσακωθούμε με τα χέρια αφού έχουμε και οι δυο». Ήταν επικίνδυνα τότε γιατί οπλοφορούσαν πάρα πολλοί και πυροβολάγανε μέσα από τις τσέπες, μέσα από τα ζακετάκια και τα μπουφάν. Μετά άρχισαν άλλα πράγματα που δεν γούσταρα. Θεωρούσα ότι ήταν πιο αντρίκιο το ξύλο με τα χέρια. Αφού δούλεψα σε διάφορα μπουζουξίδικα και μπαρ της Αθηνάς, το «Ωπα – Ωπα» το «Λαπλάγια», το καλοκαίρι του ’94 ανέβηκα να δουλέψω στο χειμερινό «Ωπα – Ωπα» που είχε τότε τα Κακά Κορίτσια και το Δημήτρη Κόκοτα και πρωτοεμφανιζόμενο τον δεκαεξάχρονο Πάνο Κιάμο. Έμπλεξα λίγο παραπάνω, γιατί δούλεψα για κάποιους επιχειρηματίες και πήρα κάποιες δουλειές λίγο επικίνδυνες. Για κακή μου τύχη, σε ένα ταξίδι προς τη Πάτρα το Νοέμβριο του ’95, στο αμάξι που ήμουν εν κινήσει έσκασαν εκρηκτικά. Με συνέλαβε τότε από η αντιτρομοκρατική ως πιθανό τρομοκράτη. Δεν είχε ακόμα συλληφθεί η 17 Νοέμβρη. Τους κίνησα την περιέργεια επειδή είδαν ότι ήμουν ψιλο-όμορφος, μίλαγα έκτος από την ελληνική και άλλες δυο γλώσσες και είχα βγάλει το κολλέγιο πολιτικών επιστήμων για δυο χρόνια. Με συνέλαβαν στο νοσοκομείο Τρικάλων όπου είχα πάει για νοσηλεία κατευθείαν μετά το ατύχημα. Ήταν κοντά και η μάνα μου και διάφοροι γνωστοί του. Έβγαλαν το συμπέρασμα ότι ανήκω σε τρομοκρατική οργάνωση και προφυλακίστηκα κακήν κακώς την εποχή των εξεγέρσεων των φυλακών το ’95.

03

Στη φυλακή πώς ήταν τα πράγματα; Είχε ξύλο; Με πήγαν στη φυλακή του Ναυπλίου για δεκαπέντε μήνες σωφρονισμού. Εκεί έτσι και ρίξεις μπούνια τρως χρόνια φυλάκιση γιατί λένε ότι δεν σωφρονίστηκες. Η φυλακή έχει ξύλο, έχει πράγματα που γίνονται τόσο γρήγορα που δεν προλαβαίνει κανείς να δει. Βλέπεις δηλαδή τον σωφρονιστικό υπάλληλο να επιτηρεί, εσύ στέλνεις κάποιους, κάνουν αντιπερισπασμό, δεν κοιτάζει αυτός εκείνη την ώρα, βουτάς τον άλλον και τον λιώνεις στο ξύλο. Άμα τον δει μετά ο σωφρονιστικός υπάλληλος και του πει «τι είναι αυτά τα αίματα και οι μελανιές και πού χτύπησες», αυτός που έφαγε το ξύλο δεν πρόκειται να καρφώσει για κανένα λόγο, θα πει «έπεσα και χτύπησα». Στη φυλακή, με το που μπήκα, με πήγανε στο θάλαμο των γύφτων για εκδίκηση. «Θα σε γαμήσουνε και θα σε σκίσουνε εκεί» μου λέγανε. Μόλις μπήκα εκεί μέσα δεν ήμουν και πολύ στα καλά μου, είχα νεύρα, ήμουν ένα ράκος ψυχολογικά. Ξαφνικά με πλησιάζει ένας τύπος (τρίπουστας του κερατά, πολύ μορφή) και μου λέει «μανάρι μου μπορώ να πάω να σου φέρω έναν καφέ; Ένα γάλα, κάτι που θες;». Του λέω «τι λες ρε μαλάκα, για ποιο λόγο;» και μου λέει «για να με βλέπουν οι υπόλοιποι κρατούμενοι ότι φέρνω σε εσένα καφέ και να μη με βαράνε». Το φιλοσόφησα μερικά δευτερόλεπτα και μετά του είπα να φέρει. Έρχονται τότε οι πονηροί, οι πρεζάκηδες, οι μάγκες της φυλακής και μου λέει κάποιος: «γαμάς το γέρο ρε;». Του σκάω ένα σκαμπίλι, τον αρχίζω στο ξύλο και του λέω «Τον γέρο δεν θα τον ξανα-ακουμπήσει κανένας γιατί είναι μορφή και βγάζει γέλιο, αλλιώς θα σας γαμήσω. Θα σας βρω την τουαλέτα» (είχαμε μία που χρησιμοποιούσαμε 30 άτομα). Ε, μετά πήρε θάρρος και ο γέρος που τον βοήθησα και αρχίζει να μου φέρνει φαγητό. Μια μέρα ήθελε να μου σιδερώσει το παντελόνι. Σίδερο δεν είχαμε, αλλά ήθελε να το σιδερώσει. Του έδωσα το παντελόνι, το ακουμπάει κάτω και αρχίζει και χοροπηδάει πάνω του με τον κώλο, τραγουδώντας το «ένα νερό κυρά Βαγγελιώ, ένα νερό κρύο νερό». Έπεσα κάτω από τα γέλια. Στις φυλακές, να ξέρεις, μπορείς να φέρεις και τσιγάρα, να φέρεις και τηλέφωνα και ό,τι θες. Τις φυλακές δεν τις ελέγχουν οι σωφρονιστικές διοικήσεις, τις ελέγχουν οι κρατούμενοι. Όπως ελέγχει τη χώρα ο λαός, το ίδιο γίνεται και στη φυλακή.
Έτσι όπως τα λες, δεν μου φαίνεται να πέρασες δύσκολα. Δεν μπορώ να πω ότι ήταν δύσκολα, γιατί είχα δει πολλά και είχα άγνοια του κίνδυνου. Ήμουν βλαμμένος με το έγκλημα, το θεωρούσαμε κουλτούρα. Ξέραμε ότι θα μας σεβαστεί ο υπουργός ή ο επιχειρηματίας άμα είμαστε μπράβοι, γιατί θα μας χρησιμοποιήσει να σπάσουμε μια διαδήλωση, ή να του κάνουμε κάποια δουλειά. Βλέπαμε ότι από εμάς θα ζητήσει ναρκωτικά, ή να προστατευτεί από τη βίζιτα που σηκώθηκε της έσκασε μία στα μούτρα και σηκώθηκε και έφυγε και μετά φοβόταν να μην του κάνει μήνυση και μαλακίες. Στα «μπραβίστικα» βλέπεις τα πάντα.

02

Για πες μου τώρα σαν μπράβος τι δουλειές έκλεινες; Έριχνες πολύ ξύλο; Ερχόντουσαν αποκλειστικά γυναίκες για να ζητήσουν κάτι. Απελπισμένες γυναίκες που είχαν χωρίσει, επειδή τις παράτησαν στο δρόμο, επειδή τις έδειραν, για πολλούς λόγους, επειδή δεν τους έδιναν διατροφή. Και θυμάμαι και διάφορα κωμικά περιστατικά. Είχε έρθει κάποια και μου λέει «έχω μόνο 50 χιλιάρικα, ρίχ’ του δυο μπουνιές». «Λες ότι δεν έχεις να φας μωρή, έχεις μόνο 50 χιλιάρικα και το πρόβλημα σου είναι αυτό;». Αυτό ήταν όμως, γιατί της έχει γαμήσει τη ζωή ο άλλος. Μου έλεγε κάποια «θέλω να τον κοιτάζω από το μπαλκόνι να τον δέρνεις, μπορείς; Και να φωνάζω εγώ απ’ το μπαλκόνι ‘Μη! Μη, τον άντρα μου!». Ζούσα μια κωμωδία. Περισσότερο ως μπράβος ασχολήθηκα με τις γυναίκες. Τους κέρδιζα την εμπιστοσύνη, ήταν και η φάτσα μου τέτοια και ερχόντουσαν και μου λέγανε «μου έκανε αυτό, μου έκανε εκείνο, μου έκανε το άλλο». Και με ρίχνανε.
Έχεις νιώσει τύψεις καθόλου την ώρα που πας να δείρεις κάποιον; Φυσικά και έχω νιώσει, πάρα πολλές φορές. Δεν νιώθεις ωραία χτυπώντας έναν άνθρωπο που δεν τον ξέρεις και δεν σου έχει κάνει τίποτα. Για να χτυπήσω κάποιον, έψαχνα να βρω τρόπους μέσα μου να τσαντίζω τον εαυτό μου. Έβρισκα τρόπους να γίνω κακός. Σε κάθε ξυλοδαρμό είχα τύψεις και ξέρεις δεν τις είχα σε πρώτο χρόνο, αλλά σε δεύτερο. Μετά από μια ώρα έλεγα «τι έκανα τώρα; Μπας και του έσκισα το ζυγωματικό; Μπας και τον άφησα στο τόπο και δεν το κατάλαβα; Μπας το ένα; Μπας το άλλο; Και άμα ήταν γνωστός; Ή φίλος, ή συγγενής;» όλα τα σκέπτεσαι μετά. Από την άλλη, παίζει και το αντίθετο, σκεφτόμουν «το μουνόπανο, το χρειαζόταν» γιατί το είδα την ώρα εκείνη που τον βάραγα, το είδα στα μάτια του, ότι ήταν μουνόπανο και τις ήθελε ο πούστης. Πιστεύω ότι έχω φτιάξει ζωές ανθρώπων με ξύλο. Από το γυμνάσιο ακόμα. Ερχόταν ένας μαθητής διπλάσιος και με ξεφτίλιζε μπροστά στην γκόμενα; Μπουνίδι, κεφαλοκλείδωμα και το πρόσωπο κάτω στο τσιμέντο. Την άλλη μέρα καλύτερος άνθρωπος αυτός, σεβαστικός, μύγα δεν ξανά πείραζε. Το λέει και το ευαγγέλιο «όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος».
Έχεις μετανιώσει για όλα αυτά, 17 χρόνια μετά; Φυσικά και έχω μετανιώσει. Πιστεύω στο λάθος. Εγώ δεν είμαι της θεωρίας ότι για ότι έχω κάνει δεν μετανιώνω. Μετανιώνω και το έχω κάνει τραγούδι κιόλας «Μετανιώνω, κάθε ώρα και στιγμή, μετανιώνω». Εννοείται πως μετανιώνω. Απλά η μετάνοια κρύβει μέσα της δύναμη και πρέπει εσύ να είσαι αυτός που θα το πάρει χαμπάρι , τι έχεις κάνει λάθος δηλαδή και τι σωστό. Έχω χάσει από αυτά που έκανα στο παρελθόν, έχω χάσει τη μάνα μου, έχω χάσει τα χρόνια μου, τη φήμη μου, τη ζωή μου, την εμπιστοσύνη που μπορεί να μου είχαν οι άνθρωποι.

05

Δεν έχεις κερδίσει πράγματα; Έχω και κερδίσει. Αν δεν έχεις φάει και δεν έχεις ρίξει ξύλο, δεν έχεις καταλάβει πώς είναι η όλη ιστορία. Αν δεν έχεις κοντραριστεί με τους ανθρώπους δεν θα σου βγάλει από μέσα σου κάτι κάλο, κάποιο συναίσθημα, υλικό για όνειρα για τη ζωή. Πρέπει να υπάρχει τριβή, βάσανο. Απ’ έξω και με φιλική συμμέτοχη δεν γίνεται τίποτα. Εμένα η μάνα μου μού έδινε δύναμη στη φυλακή, μου έλεγε «μια τρύπα είναι όλο αυτά, θα τα καταφέρεις, θα επιβιώσεις». Αλλά το ότι έχω μετανιώσει δεν σημαίνει ότι αν με έβαζες υπό τις ίδιες συνθήκες πάλι σε εκείνη την εποχή θα μπορούσα να κάνω κάτι διαφορετικό. Αν είχα τη γνώση που έχω σήμερα και με πήγαινες πάλι τότε, σε εκείνο το μαλακισμένο παιδί, δεν ξέρω τι θα έκανα.
Και πώς άλλαξες τελικά και έγινες στιχουργός, Ποια είναι η ιστορία; Όταν αποφυλακίστηκα, αποφάσισα ότι πρέπει να αλλάξω, να πάρω τη ζωή στα χέρια μου ξανά. Έπιασα δουλειά με μέσο σε σουπερμάρκετ, στην αρχή, για ένα εξάμηνο. Αλλά αν και είχα μεγάλο δίχτυ προσαρμοστικότητας, το σκέφτηκα και αποφάσισα ότι ήταν ανούσιο για μένα, όχι επειδή δεν μου άρεσε η δουλειά ή επειδή δεν μπορούσα να προσαρμοστώ, αλλά με πέταγε έκτος ρυθμών αυτών που ήθελα να κάνω. Μέσα μου είχα αποφασίσει ότι θέλω να ασχοληθώ με το τραγούδι. Όταν ήμουν στην φυλακή άκουγα μουσική από ένα ραδιόφωνο και έπιανα τις μελωδίες και έβαζα πάνω δικούς μου στίχους. Όταν έγραψα κάποια κομμάτια άρχισα να χτυπάω τις πόρτες των καλλιτεχνών αλλά με αντιμετώπιζαν σαν εξωγήινο, μου έκλειναν τις πόρτες στα μούτρα σε απογοητευτικό βαθμό. Μέχρι που μια μέρα συνάντησα στο δρόμο τον Νίκο Καλλίνη, στο Παγκράτι που έμενα τότε. Ήταν με τη μηχανή του και τον σταμάτησα. Του είπα ότι γράφω στίχους και εκείνος δεν με αντιμετώπιζε πολύ σθεναρά γιατί τα είχε ξανά ακούσει όλα αυτά. Του είπα ότι γράφω καλούς στίχους και ότι θέλω να τους ρίξει μια ματιά και αν δεν του αρέσουν να τους σκίσει. Τον πίεσα λίγο παραπάνω, ότι και καλά θα το έπαιρνα προσωπικά, και τους διάβασε, και την άλλη μέρα με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει «έλα, έχω γράψει μουσική για τους στίχους σου»! Ήταν τα τραγούδια «Μετανιώνω» και «Αγάπη, τι δύσκολο πράγμα» του Σφακιανάκη. Έτσι μπήκα στο τραγούδι και ξεκίνησα τη συνεργασία μου με πολλούς καλλιτέχνες: τον Σφακιανάκη, τον Μαζωνάκη, τον Χατζηγιάννη, την Γλυκερία, τον Μακρόπουλο και άλλους.
Σήμερα τι κάνεις στη ζωή σου; Σήμερα ζω στην Τρίπολη που είναι η πρώην γυναίκα μου και τα παιδιά μου, ασχολούμαι με το τραγούδι και κατεβαίνω μερικές φορές το μήνα στην Αθήνα για να συναντήσω κάποιους ανθρώπους που ίσως τραγουδήσουν κομμάτια μου. Επίσης, έχω εκπομπή ραδιοφωνική στο σταθμό της Τρίπολης και βοηθώ αμισθί την πόλη μου στα πολιτιστικά της. Αυτό το γουστάρω πάρα πολύ, μπορεί να είναι κάποιοι από την Τρίπολη, αλλά γουστάρουν να ακούσουν τον Χαρούλη ή την Μποφίλιου και το γουστάρω αυτό. Και εγώ με τον τρόπο μου θα τους πείσω αυτούς να έρθουν να τραγουδήσουν. Ζω μια ήρεμη και φυσιολογική ζωή εκεί, θέλω να πεθάνω εκεί και δεν το αλλάζω με τίποτα αυτό.

06
Κείμενο: Τάσος Αντωνόπουλος
Φωτογραφίες: Πάνος Κέφαλος

Δείτε παρακάτω και τα σχετικά βίντεο.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου