Πέμπτη 30 Απριλίου 2015

ΖΩΗ (Χ. ΒΕΛΗΣΣΑΡΙΟΥ)



ΖΩΗ Της Χρύσας Βελησσαρίου)



Τρέχεις πίσω από κάτι που πέθανε. Αναλώνεσαι να μιλάς για χαμένα συναισθήματα. Χαμένα; Όχι ακριβώς, ματαιωμένα. Θλίβεσαι. Μελαγχολείς. Δεν βρίσκεις αρκετά λες κίνητρα να ζήσεις. Βλάπτεις καθημερινά τον εαυτό σου. Γδέρνεις τα πνευμόνια και τους βρόγχους σου με καπνό, καταπίνεις ό,τι σκότος γύρω σου βρεις πρόσφορο, υλικό ή πνευματικό, αγνοείς τα όνειρα, καταναλώνοντας τον δικαιωματικό χρόνο τους χωρίς ύπνο, τυραννιέσαι. 
Ζωή... Αχ, ζωή ατελείωτη ντόπα! Κρύβεται πίσω από κάθε φύλλο, πίσω από κάθε ηλιοβασίλεμα, στο κύμα που αφρίζει και σου χαϊδεύει τα πόδια, στη γάτα που χαϊδεύεται γουργουρίζοντας, κοιτώντας σε στα μάτια, στο νεαρό που επιμένει ότι τον έχεις κατακτήσει και σ' ονειρεύεται, στην αγάπη των παιδιών, σ' αυτή την ευφορία όταν, όποτε, περπατάς ανάμεσα στα δέντρα την άνοιξη, παρατηρείς τα ίχνη που αφήνουν τα γυμνά σου πόδια στην άμμο, ή ερωτεύεσαι το πρώτο τριαντάφυλλο. 
Αντιφάσεις, συναρπαστικές αντιφάσεις, εναλλαγές. Μέχρι ένα τέλος ανέλπιστο, όπου όλα ξάφνου σβήνουν, σαν να μην υπήρξαν, όπως σβήνει σιγά το φως απ' την ταινία, στη σκοτεινή κινηματογραφική αίθουσα, το ίδιο για όλους. Όταν το φως ξαναλάμψει, την επόμενη στιγμή, πια δε θα σ' αφορά. Ωστόσο ίσως κομμάτια σου, ίχνη σαν εκείνα πάνω στην άμμο, θα περιφέρονται γύρω, μέσα από εκείνους ή εκείνα που γέννησες, δημιούργησες ή σ' αγαπούν. Λόγια, συναισθήματα, εσύ κάτω απ' τα δέντρα, εκείνος με το βλέμμα ψηλά, ή γραμμένες πλέον ιστορίες σε χαρτιά, να συνθέτουν μικρά πρελούδια στο μυριόφωνο ψίθυρο του χρόνου. 
Ανθρωπότητα! Τι περίεργο και εύθραυστο λουλούδι, τι πολύχρωμη μοναχική και εφήμερη φούσκα στην αιωνιότητα του χωρόχρονου!

Τρίτη 21 Απριλίου 2015

ΨΥΧΗ (Χ. ΓΚΙΜΠΡΑΝ)



ΨΥΧΗ (Του Χαλίλ Γκιμπράν)

 

Και ο Θεός δημιούργησε την ψυχή, πλάθοντάς την με ομορφιά. Της έδωσε την απαλότητα της πρωινής αύρας, το άρωμα των λουλουδιών, την ομορφιά του σεληνόφωτος.
Της έδωσε επίσης ένα ποτήρι χαράς και της είπε:
«Δε θα πιείς από αυτό το ποτήρι παρά μόνο όταν ξεχάσεις το παρελθόν και αποκηρύξεις το μέλλον».
Της έδωσε επίσης ένα ποτήρι θλίψης, λέγοντας:
«Πιές για να καταλάβεις το νόημα της χαράς».
Μετά ο Θεός έδωσε στην ψυχή αγάπη που θα χανόταν με τον πρώτο στεναγμό ικανοποίησης , και γλυκύτητα που θα χανόταν με την πρώτη λέξη αλαζονείας. Και έκανε ένα ουράνιο σημείο για να την οδηγεί στο δρόμο της αλήθειας.
Έβαλε στα βάθη της ένα μάτι που βλέπει το αόρατο. Δημιούργησε μέσα της μια φαντασία που κυλά σαν ποτάμι με φαντάσματα και κινούμενες μορφές. Την έντυσε με ενδύματα λαχτάρας υφασμένα από τους αγγέλους από το ουράνιο τόξο.
Κι' έβαλε επίσης μέσα της το σκοτάδι της σύγχυσης, που είναι η σκιά του φωτός. Και πήρε ο Θεός φωτιά από το καμίνι του θυμού, άνεμο που φυσά από την έρημο της άγνοιας, μάζεψε άμμο από την όχθη του εγωισμού, και σκόνη κάτω από τα πόδια των αιώνων.
Έτσι έφτιαξε τον άνθρωπο. Κι' έδωσε στον άνθρωπο δύναμη τυφλή που γίνεται φλόγα σε στιγμές τρελού πάθους και κοπάζει μπροστά στην επιθυμία. Του έδωσε ο Θεός ζωή που είναι η σκιά του θανάτου.
Και ο Θεός χαμογέλασε και έκλαψε, κι' ένιωσε μια αγάπη που δεν έχει όρια ούτε τέλος. Κι έτσι ένωσε τον άνθρωπο με την ψυχή του...


Δευτέρα 20 Απριλίου 2015

ΑΔΙΕΞΟΔΟΣ ΘΡΗΝΟΣ - DEADLOCK'S WAILING (Χ. ΒΕΛΗΣΣΑΡΙΟΥ)




ΑΔΙΕΞΟΔΟΣ ΘΡΗΝΟΣ - DEADLOCK'S WAILING (Της Χρύσας Βελησσαρίου)



(Για τις εκατοντάδες των πνιγμένων-και ακόμη-προσφύγων που προσπαθούν να διασχίσουν τη Μεσόγειο Θάλασσα καταφεύγοντας για ασφάλεια στην Ευρώπη. Για αυτούς που δεν πνίγονται αρχίζει ένα άλλο μαρτύριο. Από το 2003, που άρχισε να εφαρμόζεται ο ευρωπαϊκός Κανονισμός 343/2003, που πολιτογραφήθηκε ως ΔΟΥΒΛΙΝΟ ΙΙ, η Ελλάδα, αλλά κι η Ιταλία, μετατράπηκε σε μια τεράστια ανοιχτή φυλακή για τους μετανάστες και τους πρόσφυγες, οι οποίοι εγκλωβίζονται στη χώρα μας. Οι Διευθύνσεις Αλλοδαπών δίνουν πολιτικό άσυλο με το σταγονόμετρο, ενώ σύμφωνα με το ΔΟΥΒΛΙΝΟ ΙΙ οι μετανάστες που εισήλθαν παράνομα στην Ελλάδα και συλλαμβάνονται στη συνέχεια σε άλλη χώρα της ΕΕ επαναπροωθούνται στην Ελλάδα, η οποία είναι υποχρεωμένη να τους δεχτεί. Έτσι, εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες και πρόσφυγες συσσωρεύονται στη χώρα μας, επιβιώνοντας στις γνωστές άθλιες συνθήκες.)

Ο νους μου σκοτίζεται
κι η καρδιά μου αιμορραγεί.
Δε θέλω να μιλώ, μόνο
τα μάτια μου απ'τις κόχες να βγουν
μ' ό,τι αντικρίζουν,
όντας σ' απόγνωση'
κι η πληγή στο στόμα μου ζέχνει,
μονολογώ σα μαγνητοταινία:
"Εγκλήματα-
εγκλήματα-
εγκλήματα-
ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ!"
Με τα νύχια γδέρνω το πρόσωπο
και ξεριζώνω τα μαλλιά,
θρηνώ αρχαιοπρεπώς,
οφείλω να θρηνήσω
για εκείνους, που τρέφουν
τα σαρκοφάγα κοράλλια στην πύλη του χρόνου,
παίρνοντας τη θέση της αποδεκατισμένης φυλής μου,
που ξεβράστηκε σ' αφιλόξενες ακτές,
πριν έναν αιώνα,
γι' αμέτρητους αιώνες,
κυνηγημένη και σφαγιαζόμενη,
όλοι εμείς εδώ, γύρω απ' τη γούβα
στη Μέση της Γης, τη γεμάτη αίμα'
μα πιο πολύ για τη νεότητα,
για τα βρέφη, που θυσιάζονται ακόμα
στους αεί καπνίζοντες τσίκνα
βωμούς του θεού Μολώχ,
με την πρόφαση της αθανασίας...
Πάντα η ίδια σαπίλα,
πάντα οι ίδιες εμμονές κυριαρχίας
βρικολάκων, που μένονται
το ανθρώπινο γένος,
αφηνιασμένων απ' την ψευδαίσθηση
της ευδαιμονίας,
μεθυσμένων με κοχλάζον αίμα
σε ανίερα συμπόσια,
ανικανοποίητων, ακόρεστων
ανθρωποφάγων σχιζοφρενών.
Τι άλλο να κάνει κανείς,
δεμένος χειροπόδαρα,
παρά να τσιρίζει άπελπις
μαζί με τους πνιγμένους...;


DEADLOCK'S WAILING (Chr. Velissariou)
 

(Τo the hundreds of drowned -and still- refugees who are trying to cross the Mediterranian Sea resorting for safety to Europe.for the ones of them who survive starts then another martyrdom.Since 2003 the European Regulation 343/2003 took effect , was naturalized as Dublin II and Greece ( as also Italy) was turned into a giant open prison for migrants and refugees, who are trapped in our country. The Immigration Directorates give political asylum to very few, while according to the Dublin II, immigrants who entered illegally Greece and are arrested then in another EU country, are sent back to Greece, which is obliged to accept them. Thus, hundreds of thousands of migrants and refugees accumulate in our country, surviving in squalid conditions since it is impossible for us as a small and poor country to feed and host them all or give them work to earn their living.)

My mind clouds
and my heart bleeds.
I do not want to speak, only
my eyes are thrown out from their sockets
with what they see,
being in despair '
and the wound in my mouth festers
I soliloquize like to a tape:
"Crimes -
crimes -
crimes -
CRIMES!"
I hurt my face with my nails
and I uproo my hair,
I mourn archaically,
It is my duty to grieve
for those who are nourishing
the carnivorous corals at the gate of the time,
taking the place of my decimated race,
which was washed up in inhospitable shores,
a century ago,
for countless centuries,
chased and slaughtered,
all of us here, around this pit
in the " Middle of the Terrains ", which is filled with blood'
but most for all the youth,
for the infants, who are still sacrificed
on the eternally smelling burnt flesh
altars of the god Moloch,
under the pretext of immortality ...
Always the same rottenness,
always the same obsessions of sovereignty
of the vampires, who are fed from
the human race,
the runaway ones into the illusion
of bliss,
the intoxicated ones by bubbling blood
in unholy symposia,
those unsatisfied, unsaturated
cannibalistic schizophrenics ones.
What else can a simple man do,
since tied hand and foot,
than scream in hopelessness
together with the ones who are drowning...?

Τρίτη 14 Απριλίου 2015

ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ (Ν. ΧΟΥΛΙΑΡΑΣ)




ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ (Του Νίκου Χουλιαρά)



Μ’ αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ’ τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια ―όχι αυτά που κρέμονται στα δέντρα της γιορτής, στη θαλπωρή των δωματίων, αλλά εκείνα που τονίζουνε την ερημία των σφαχτών στις μωβ βιτρίνες των συνοικιακών κρεοπωλείων.
Τα σακατεμένα και τα μοναχικά, μ’ αρέσουν: τα ποιήματα-κοπρίτες που περπατούν κουτσαίνοντας στις σκοτεινές άκρες των λεωφόρων: αυτά που τ’ αγνοούν οι κριτικοί κι οι εκπαιδευτικοί του Μωραΐτη· που τα χτυπούν συχνά οι μεθυσμένοι οδηγοί και τα αφήνουν αβοήθητα στο δρόμο. Και τα ποιήματα-παιδάκια, όμως αγαπώ· αυτά που ενώ δεν έχουν μάθει ακόμη την αλφάβητο, μπορούν εντούτοις, με δυο λέξεις τους, να σου κολλήσουν την ψυχή στον τοίχο.
Μ’ αρέσουν, πάλι, τα απελπισμένα κι όμως χαμογελαστά: τα ποιήματα-συνένοχοι· εκείνα που σου κλείνουνε με νόημα το μάτι. Που δεν σου πιάνουν την κουβέντα, δεν σ’ απασχολούν μα συνεχίζουνε το δρόμο τους αδιάφορα: τα ποιήματα-«δεν πρόκειται να σου ζητήσω τίποτε»· αυτά που χαιρετούν μόνο και φεύγουν, όπως μ’ αρέσουνε και τ’ άλλα, τα χαρούμενα, που προτιμούνε τα παιχνίδια απ’ το μάθημα καθώς και τα ποιήματα-παππούδες, γιατί ενώ γνωρίζουνε καλά το μάταιο της ζωής εντούτοις θέλουν να το ζήσουν.
Δεν αγαπώ καθόλου τα ποιήματα-γεροντοκόρες που συγυρίζουν, όλη μέρα, τα δωμάτια με τις λέξεις, ούτε και τα ποιήματα-ταγιέρ, τα καθωσπρέπει. Δεν αντέχω και τα ψωνάκια: τα ποιήματα με τα πολλά αποσιωπητικά ούτε και τ’ άλλα που θεωρούν τη φύση μάνα τους κι όλο τη νοσταλγούν χωμένα πίσω απ’ τα γραφεία.
Σιχαίνομαι αυτά που ονομάζονται συμβολικά, τα ποιήματα με μήνυμα, τα λεξιλάγνα και τ’ αφασικά· τα ποιήματα-κυρίες με αλτσχάιμερ. Ούτε και τις συνθέσεις τις μεγάλες αγαπώ: τα ποιήματα-Μπεν Χουρ, αυτούς τους λεκτικούς χειμάρρους που ’ναι γραμμένοι κυρίως για τους κριτικούς κι ας παριστάνουν τους ινστρούχτορες που ενδιαφέρονται για το καλό του κόσμου.
Από την άλλη δεν μπορώ και τα διστακτικά: τα ποιήματα-σαντάλια με καλτσάκι ούτε και τα ποιήματα-στρατιωτικό αμπέχωνο και δήθεν Τσε Γκεβάρα, μεσημέρι στη «Λυκόβρυση».
Δεν μου αρέσουν τα σοφά που ’ναι γραμμένα από νέους ούτε και τα νεανικά που τα ’χουν γράψει γέροι. Μου γυρίζουν τ’ άντερα τα δήθεν οικολογικά, τα ερωτικά-«καϊμάκι με πολύ σιρόπι» καθώς κι εκείνα που εκλιπαρούν τη γνώμη του αναγνώστη.
Ούτε και τα δικά μου αγαπώ. Μ’ αρέσουν μόνο εκείνα που μου αντιστάθηκαν: αυτά που δεν κατάφερα ποτέ να γράψω. Γι’ αυτό και τα ποιήματα που ζούνε έξω απ’ τα βιβλία αγαπώ: εκείνα που ποτέ δε νοιάστηκαν αν μου αρέσουν. Αυτά που περπατούν αδιάφορα, έξω στο δρόμο, με τα χέρια στις τσέπες και μ’ έχουνε, έτσι κι αλλιώς, χεσμένο.


Δευτέρα 13 Απριλίου 2015

Η ΝΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ (ΓΚΙΝΤΕΡ ΓΚΡΑΣ - NOBEL 1999)



Η ΝΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ 

(Του ΓΚΙΝΤΕΡ ΓΚΡΑΣ, Γερμανού συγγραφέα και ποιητή, που είχε ταχθεί με το μέρος της Ελλάδας των μνημονίων και πέθανε σήμερα σε ηλικία 87 ετών)



Είσαι ένα βήμα πριν το χάος, μια και δεν ανταποκρίθηκες στις αγορές,
είσαι μακριά απ’ τη χώρα, που κάποτε σου δάνεισε το λίκνο.
 
Ό,τι με την ψυχή ζητούσες και νόμιζες πως είχες βρει
τώρα το εξοβελίζεις, για σκουπίδι το περνάς.

Ολόγυμνη σαν οφειλέτης διαπομπεύεται, υποφέρει η χώρα εκείνη
που έλεγες και ξανάλεγες πως χάρη της χρωστάς.

Στη φτώχια καταδικασμένος τόπος, τόπος που ο πλούτος του
στολίζει τώρα τα μουσεία: λάφυρα που φυλάς Εσύ.

Κείνοι που χίμηξαν με τα όπλα στη χώρα την ευλογημένη με νησιά
στολή φορούσαν κι είχαν τον Χέλντερλιν κρυμμένο στο γυλιό.

Καμιά ανοχή πια γι’ αυτή τη χώρα, κι ας ανεχόσουν κάποτε
σαν σύμμαχους στο σβέρκο της τους κολονέλους.

Χώρα που ζει πια δίχως δίκιο, με τη δύναμη αυτών που έχουν πάντα δίκιο
να της σφίγγει κάθε μέρα το ζωνάρι πιο σφιχτά.

Κι όμως απείθαρχη η Αντιγόνη μαυροφορεί, σ’ όλη τη χώρα
πενθοφορεί ο λαός της που κάποτε σε είχε φιλέψει, σε είχε δεχθεί.

Μα η κουστωδία του Κροίσου έχει στοιβάξει έξω απ’ τη χώρα,
στα δικά σου θησαυροφυλάκια, τα αστραφτερά μαλάματα.

Πιες, επιτέλους, πιες, αναβοούν των επιτρόπων οι χειροκροτητές,
μα ο Σωκράτης οργίλος σου γυρνά γεμάτο πίσω το ποτήρι.

Εν χορώ θα ρίξουν οι θεοί κατάρα σ’ ότι σου ανήκει,
μια κι είναι βούλησή σου τον Όλυμπό τους να πουλήσεις .

Ανούσια πια θα μαραζώσεις δίχως τη χώρα,
που το δικό της πνεύμα σε επινόησε, Ευρώπη.


                                                                         (απόδοση στα ελληνικά: Σπύρος Μοσκόβου)


Παρασκευή 10 Απριλίου 2015

ΔΙΑΒΑΤΗ ΔΡΟΜΟΣ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ... (A. MACHADO)



ΔΙΑΒΑΤΗ ΔΡΟΜΟΣ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ... (του ANTONIO MACHADO)



Όλα περνούν κι όλα μένουν,
αλλά δικό μας είναι το να περνάμε
να περνάμε κάνοντας δρόμους,
δρόμους πάνω στη θάλασσα.
Ποτέ δεν κυνήγησα τη δόξα,
ούτε ν’ αφήσω στη μνήμη
των ανθρώπων το τραγούδι μου.
Εγώ αγαπώ τους ανεπαίσθητους κόσμους,
τους αβαρείς και αβρούς,
σαν σαπουνόφουσκες.
Μ’ αρέσει να τους βλέπω να ζωγραφίζονται
από ήλιο και πορφύρα, να πετάνε
κάτω από το γαλανό ουρανό, να πάλλουν
κι αμέσως να σπάνε…
Ποτέ δεν κυνήγησα τη δόξα…
Διαβάτη, τα ίχνη σου είναι
μόνο ο δρόμος και τίποτε άλλο
Διαβάτη δεν υπάρχει δρόμος,
ο δρόμος γίνεται βαδίζοντας…
Βαδίζοντας γίνεται ο δρόμος
και γυρίζοντας το βλέμμα πίσω
φαίνεται το μονοπάτι
που ποτέ δε θα ξαναπατήσεις.
Διαβάτη δεν υπάρχει δρόμος
μόνο απόνερα στη θάλασσα.
Πριν λίγο καιρό σ’ αυτό τον τόπο
όπου τα δάση ντύνονται με αγκάθια
ακούστηκε η φωνή ενός ποιητή να κραυγάζει.
"Διαβάτη δεν υπάρχει δρόμος,
γίνεται δρόμος βαδίζοντας..."
Χτύπο το χτύπο στίχο το στίχο.
Πέθανε ο ποιητής μακριά από τον τόπο του.
Τον σκεπάζει η σκόνη μια γείτονας χώρας.
Μακραίνοντας τον είδαν να κλαίει:
"Διαβάτη δεν υπάρχει δρόμος
γίνεται δρόμος βαδίζοντας…"
Χτύπο το χτύπο στίχο το στίχο.
Όταν ο σπίνος δεν μπορεί να κελαηδήσει,
όταν ο ποιητής είναι ένας περιπλανώμενος,
όταν σε τίποτα δεν μας βοηθάει η προσευχή.
Διαβάτη δεν υπάρχει δρόμος
γίνεται δρόμος βαδίζοντας.
Χτύπο το χτύπο, στίχο το στίχο.
Χτύπο το χτύπο, στίχο το στίχο.
Χτύπο το χτύπο, στίχο το στίχο.


MONO (K. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ)



ΜΟΝΟ (Του Κώστα Καρυωτάκη, "Νηπενθή"-1921)

 

Αχ, όλα έπρεπε να 'ρθουν καθώς ήρθαν!
Οι ελπίδες και τα ρόδα να μαδήσουν.
Βαρκούλες να μου φύγουνε τα χρόνια,
να φύγουνε, να σβήσουν.


'Ετσι, όπως εχωρίζαμε τα βράδια,
για πάντα να χαθούνε τόσοι φίλοι.
Τον τόπο που μεγάλωνα παιδάκι
ν' αφήσω κάποιο δείλι.

Τα ωραία κι απλά κορίτσια - ω, αγαπούλες! -
η ζωή να μου τα πάρει, χορού γύρος.
Ακόμη ο πόνος, άλλοτε που ευώδα,
να με βαραίνει στείρος.

Όλα έπρεπε να γίνουν. Μόνο η νύχτα
δεν έπρεπε γλυκιά έτσι τώρα να 'ναι,
να παίζουνε τ' αστέρια εκεί σαν μάτια
και σα να μου γελάνε.


Δείτε το παρακάτω σχετικό βίντεο.