Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2014

ΤΙ ΘΕΛΕΙΣ ΑΠΟ ΜΕΝΑΝΕ (Σ. ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗΣ)


ΤΙ ΘΕΛΕΙΣ ΑΠΟ ΜΕΝΑΝΕ (Του Στέλιου Καζαντζίδη)



Τι θέλεις από μένανε
και μου χτυπάς τα μεσάνυχτα;
Για μας τους δυο είναι αργά,
για σένα δεν υπάρχω πια.

Πες πως μ' είδες εχθές
στ' όνειρό σου
όνειρο μέσα στα πολλά.
Πες πως ήμουνα ένας γνωστός σου
μέσ' στο πλήθος που κυλά.
Ο παλιός, ο καλός άνθρωπός σου
τώρα δεν υπάρχει πια.

Τι θέλεις από μένανε
και μου ξυπνάς πάλι τα παλιά;
Δεν έχω χείλια για φιλιά
και δάκρυα για να κλάψω πια.


Δείτε παρακάτω το βίντεο.




Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2014

Ο ΛΑΟΣ (Γ. ΡΙΤΣΟΣ)



Ο ΛΑΟΣ (Του Γιάννη Ρίτσου)



Τούτος ο λαός, αφέντη μου, δεν ξέρει πολλά λόγια,

σωπαίνει, ακούει, κι όσα του λες τα δένει κομπολόγια.

Και κάποιο βράδυ - πες σαν χτες - υψώνει το κεφάλι

κι αστράφτουνε τα μάτια του κι αστράφτει ο νους του πάλι.

Κι όπως περνάν κι όπως βροντάν, μαδάει ο αγέρας ρόδα

κι από τη λάσπη ξεκολλά της Ιστορίας η ρόδα.

Και τούτο το περήφανο, τ' άμετρο ψυχομέτρι,

μόνη σημαία το φως κρατεί, μόνο σπαθί το αλέτρι.

Κι από τους τάφους ξεκινάν όλοι οι νεκροί του Αγώνα

και μπαίνουν πάλι στη σειρά με σιδερένιο γόνα.

Και φέγγουνε τα μάτια τους σ' όλο το μέγα βάθος

σάμπως Ανάστασης κεριά μετά από τ' Άγιο Πάθος.

Νάτος, περνάει ο αδούλωτος στρατός της δικαιοσύνης

και πάει να σπείρει όλη τη γης με στάρι κι άστρα ειρήνης.

Κι ως πάνω τους η Λευτεριά πάλλοντας ανατέλλει

φουσκώνει η άκρατη καρδιά του ανθρώπου σαν καρβέλι.




Η ΓΛΩΣΣΑ ΜΑΣ ΥΠΟΝΟΜΕΥΕΤΑΙ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΨΥΧΗ ΑΡΓΟΠΕΘΑΙΝΕΙ...(Ο. ΕΛΥΤΗΣ)



Η ΓΛΩΣΣΑ ΜΑΣ ΥΠΟΝΟΜΕΥΕΤΑΙ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΨΥΧΗ ΑΡΓΟΠΕΘΑΙΝΕΙ... (Του Οδυσσέα Ελύτη)


Μέσα σ᾿ ἕνα τέτοιο πνεῦμα εἶχα κινηθεῖ ἄλλοτε, ὅταν ἔλεγα ὅτι ἕνα τοπίο δὲν εἶναι, ὅπως τὸ ἀντιλαμβάνονται μερικοί, κάποιο ἁπλῶς σύνολο γῆς, φυτῶν καὶ ὑδάτων. Εἶναι ἡ προβολὴ τῆς ψυχῆς ἑνὸς λαοῦ ἐπάνω στὴν ὕλη.
Θέλω νὰ πιστεύω — καὶ ἡ πίστη μου αὐτὴ βγαίνει πάντοτε πρώτη στὸν ἀγώνα της μὲ τὴ γνώση — ὅτι, ὅπως καὶ νὰ τὸ ἐξετάσουμε, ἡ πολυαιώνια παρουσία τοῦ ἑλληνισμοῦ πάνω στὰ δῶθε ἢ ἐκεῖθε τοῦ Αἰγαίου χώματα ἔφτασε νὰ καθιερώσει μιὰν ὀρθογραφία, ὅπου τὸ κάθε ὠμέγα, τὸ κάθε ὕψιλον, ἡ κάθε ὀξεία, ἡ κάθε ὑπογεγραμμένη δὲν εἶναι παρὰ ἕνας κολπίσκος, μιὰ κατωφέρεια, μιὰ κάθετη βράχου πάνω σὲ μιὰ καμπύλη πρύμνας πλεούμενου, κυματιστοὶ ἀμπελῶνες, ὑπέρθυρα ἐκκλησιῶν, ἀσπράκια ἢ κοκκινάκια, ἐδῶ ἢ ἐκεῖ, ἀπὸ περιστεριῶνες καὶ γλάστρες μὲ γεράνια.
Εἶναι μία γλώσσα μὲ πολὺ αὐστηρὴ γραμματική, ποὺ τὴν ἔφκιασε μόνος του ὁ λαός, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ δὲν ἐπήγαινε ἀκόμη σχολεῖο. Καὶ τὴν τήρησε μὲ θρησκευτικὴ προσήλωση κι ἀντοχὴ ἀξιοθαύμαστη, μέσα στὶς πιὸ δυσμενεῖς ἐκατονταετίες. Ὥσπου ἤρθαμ᾿ ἐμεῖς, μὲ τὰ διπλώματα καὶ τοὺς νόμους, νὰ τὸν βοηθήσουμε. Καὶ σχεδὸν τὴν ἀφανίσαμε. Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος τῆς φάγαμε τὰ κατάλοιπα τῆς γραφῆς της καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο τῆς ροκανίσαμε τὴν ἴδια της τὴν ὑπόσταση, τὴν κοινωνικοποιήσαμε, τὴν μεταβάλαμε σὲ ἕναν ἀκόμα μικροαστό, ποὺ μᾶς κοιτάζει ἀπορημένος ἀπὸ κάποιο παραθυράκι κάποιας πολυκατοικίας τοῦ Αἰγάλεω.
Δὲν ἀναφέρομαι σὲ καμμιὰ χαμένη γραφικότητα. Οὔτε θυμᾶμαι νά ᾿χω ζήσει σὲ καμμιὰ καλὴ ἐποχὴ γιὰ νὰ τὴ νοσταλγῶ. Ἁπλῶς, δὲν ἀνέχομαι τὶς ἀνορθογραφίες. Μὲ ταράζουν. Νιώθω σὰν ν᾿ ἀνακατώνονται τὰ γράμματα στὸ ἴδιο μου τὸ ἐπώνυμο, νὰ μὴν ξέρω ποιὸς εἶμαι, νὰ μὴν ἀνήκω πουθενά. Τόσο πολὺ αἰσθάνομαι νὰ εἶναι ἡ ζωή μου συνυφασμένη μ᾿ αὐτὴν τὴν «ὑδρόγεια λαλιά», ποὺ δὲν εἶναι παρὰ ἡ ὀπτικὴ φάση τῆς ἑλληνικῆς λαλιᾶς, τῆς ἱκανῆς μὲ τὴ διπλή της ὑπόσταση νὰ ὁμιλεῖ καὶ νὰ ζωγραφίζει συνάμα. Καὶ ποὺ ἐξακολουθεῖ ἀθόρυβα ὅσο καὶ δραστικά, παρὰ τὶς ἄνωθεν ἐπεμβάσεις, νὰ εἰσχωρεῖ ὁλοένα μέσα στὴν ἱστορία καὶ μέσα στὴ φύση ποὺ τὴ γέννησαν, ἔτσι ὥστε νὰ μετατρέπει τεράστιες ποσότητες παρελθόντος χρόνου σὲ παρόν, καὶ νὰ μετατρέπεται ἀπὸ τὸ παρὸν αὐτὸ σὲ ὄργανο προικισμένο μὲ τὴ δύναμη νὰ ὁδηγεῖ τὰ στοιχεῖα τῆς ζωῆς μας στὴν πρωτογενὴ φυσική τους ἀλήθεια.


Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014

AGAPITOS LINES (Π. ΚΟΡΟΒΕΣΗΣ)



AGAPITOS LINES (Του Περικλή Κοροβέση)



Είχες χαθεί από μέρες.
Ούτε ένα μήνυμα στον τηλεφωνητή
ούτε κάποιο σημείωμα κάτω από την πόρτα.
Κατέβηκα στο λιμάνι
και έψαχνα για την άγονη γραμμή.
AGAPITOS LINES,
με τις βρόμικες τουαλέτες
και τα χυδαία φαγητά.
Περίμενα πως κάπου εδώ θα σε έβρισκα.
Ανέβαινα και κατέβαινα σκάλες.
Γύριζα στα σαλόνια και τις κουπαστές.
Τίποτα.
Και φτάναμε στα λιμάνια μέσα στη νύχτα.
Χάζευα τα φώτα.
Ξαναφεύγαμε.
Και σε ξανάψαχνα.
Μου πήρε πολύ καιρό να καταλάβω.
Δεν ταξίδευα. Βούλιαζα.

Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2014

ΧΩΡΙΣ ΕΣΕΝΑ (Τ. ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ)



ΧΩΡΙΣ ΕΣΕΝΑ (Της Τόνιας Νικολοπούλου)



Ξημέρωσε πάλι χωρίς σου..

Σε ποιο φως να σε ψάξω;

Σε όλες τις θάλασσες σε ταξίδεψα
σε όλα τα ναυάγια σε γύρεψα
σε όλα τα όνειρα σου μίλησα

Σε ποιο σκοτάδι να σε ψάξω;

Σκιά έγινα - δεν με βρήκες
ψίθυρος έγινα - δεν με άκουσες
άνεμος έγινα - με σκόρπισες....


Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2014

ΜΗΝ ΤΟΝ ΡΩΤΑΣ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ (Μ.ΧΑΤΖΗΔΑΚΗΣ-Γ.ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ)



ΜΗΝ ΤΟΝ ΡΩΤΑΣ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ (Τραγούδι των Γιάννη Ιωαννίδη και Μάνου Χατζηδάκη)


Λόγο στο λόγο και ξεχαστήκαμε
μας πήρε ο πόνος και νυχτωθήκαμε
σβήσε το δάκρυ με το μαντίλι σου
να πιω τον ήλιο μέσα απ’ τα χείλη σου.

Μην τον ρωτάς τον ουρανό
το σύννεφο και το φεγγάρι
το βλέμμα σου το σκοτεινό
κάτι απ’ τη νύχτα έχει πάρει.

Ό,τι μας βρήκε κι ό,τι μας λύπησε
σαν το μαχαίρι κρυφά μας χτύπησε
σβήσε το δάκρυ με το μαντίλι σου
να πιω τον ήλιο μέσα απ’ τα χείλη σου.

Μην τον ρωτάς τον ουρανό
το σύννεφο και το φεγγάρι
το βλέμμα σου το σκοτεινό
κάτι απ’ τη νύχτα έχει πάρει.


Δείτε τα παρακάτω σχετικά βίντεο.






ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ (Γ. ΡΙΤΣΟΣ)



ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ (Του Γιάννη Ρίτσου)



Αθήνα 16 Νοεμβρίου 1973
Ωραία παιδιά, με τα μεγάλα μάτια σαν εκκλησίες χωρίς στασίδια.
Ωραία παιδιά, δικά μας, με τη μεγάλη θλίψη των αντρείων,
Αψήφιστοι, όρθιοι στα προπύλαια, στον πέτρινο αέρα,
Έτοιμο χέρι, έτοιμο μάτι, - πως μεγαλώνει
το μπόι, το βήμα και η παλάμη του ανθρώπου;
17 Νοεμβρίου
Βαρειά σιωπή, διάτρητη απ’ τους πυροβολισμούς,
πικρή πολιτεία,
αίμα, φωτιά, η πεσμένη πόρτα, ο καπνός, το ξύδι-
ποιος θα πει : περιμένω απ’ το μέσα μαύρο;
Μικροί σκοινοβάτες με τα μεγάλα παπούτσια
μ΄ έναν επίδεσμο φωτιά στο κούτελο
κόκκινο σύρμα, κόκκινο πουλί,
και το μοναχικό σκυλί στ’ αποκλεισμένα προάστια
ενώ χαράζει η χλωμότερη μέρα πίσω
απ’ τα καπνισμένα αγάλματα
κι ακούγεται ακόμη η τελευταία κραυγή διαλυμένη
στις λεωφόρους.
Πάνω απ’ τα τανκς, μέσα στους σκόρπιους πυροβολισμούς
πώς μπορείτε λοιπόν να κοιμάστε;


Δείτε παρακάτω το σχετικό βίντεο (κάνοντας κλικ στον σύνδεσμο).
 
ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟΥ-"ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΜΙΑΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ"


Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014

(ΚΑΠΟΙΕΣ...) "ΩΡΕΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ" (Δ. ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ)



ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΛΙΑΝΤΙΝΗ ΑΠΟ ΤΟ "ΩΡΕΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ"



ΚΥΚΝΟΣ
Ξεχαστήκαμε σ’ ἐκκλησιές ἀλειτούργητες
ἀπό τοῦ Λεονάρντο τά χρόνια.
Κρεμάσαμε στόν τοῖχο
τήν ἔμορφη πατρόνα τοῦ ρέμπελου
εἰκόνισμα μιᾶς ἀρχέγονης νιότης.
Σε λίμνες
σφηνωμένες στά γένια τῶν βράχων
εἴδαμε τήν ὄψη μας ξένη
νά σκιάζεται τό χαλικισμό τῶν ἀετῶν.
Αὐτό πού ἱστορήσαμε δέν ἦταν δικό μας.
Τούς τζοχανταραίους τῶν πρίνων
στά χαρακώματα κόκκινων λόφων
νά συντρίβουν τό δόρυ τοῦ χειμῶνα.
Τό χορό τῆς πρωίας
πού κρύφτηκε στά σπλάχνα τῆς ὀξυᾶς
καί στή συνοφρύωση τῆς ἀκίνητης πέτρας.
Ὁ δικός μας ἀγώνας
ὁ δικός μας καημός
θάφτηκε στήν ἄκρουγη κόρδα μιᾶς λύρας
πού σάν τήν ἀγγίξεις θά σπάσει.


ΚΡΙΟΣ
Ἀφήνει τόν νυσταγμένο κάμπο
νά καλαμίζει ἀσημένιες κλωστές
καί χαράζει μέ τ’ ἀκράνυχα τοῦ ποδιοῦ στά χαλίκια
πόσα μεσημέρια τόν εἶδαν
να συγυρίζει τό παπάζι ἀκριβῆς ὀδαλίσκης.
Μέσα στά ἰσόπεδα κυττάγματα
στούς ἀντίδικους ἀναπαημούς τῆς ἄλλης
πλαγιᾶς
στό χελιδόνισμα σκλαβωμένων νερῶν
καί στόν περιβολάρη τό χάρο.
Γιά λίγο παύει νά μηρυκάζει φύλλα σιωπῆς
καί ξεμακραίνοντας κομμάτι
ἀντροκαλιέται τόν ἴσκιο τῶν βράχων.


ΚΟΡΑΞ
Ξεραμένες ἁλυκές τ’ οὐρανοῦ τά μάτια.
Σαράντα μέρες κλάματα,
σαράντα νύχτες κλάματα.
Ὕστερα ἀπό τήν αἰχμαλωσία στήν ἄμμο
τό κυνηγητό στήν κοκαλίστρα
τή φωνή πού κρύφτηκε στήν κόψη τῶν σκορπιῶν
καί τά μαλλιά πού γενήκανε φίδια.
Ὕστερα ἀπό τό φονικό καί τό τίμημα
στό ζερβί ὦμο τῆς μετάνοιας
κούρνιασε κιόλας ἡ πρώτη τύψη.


ΚΕΝΤΑΥΡΟΣ
Πρωί καί χλιμιντρίζουν τ’ ἄλογα
σκοινιασμένα στούς ἀφρούς τῆς ἀμεταμέλητης θάλασσας.
Βουή ἀπό γυμνά φύλλα τιμωρημένα
μέ σαράντα ραβδισμούς στήν ἀγορά τῶν ἀνέμων
σκαρφαλώνει στήν ὠμοπλάτη της Κυριακῆς
καί τά νερά του Πήλιου.
Ἐδῶ σαρακώνει τῶν ἑρπετῶν ὁ ἰχώρας
τήν μεστή νωχέλεια τῆς γαλήνης
καθώς ἡ σκουριά τίς φλέβες τοῦ μάρμαρου.
Καί τά φτερά τῆς ἀθάλης συντάσσει ὁ καιρός
μέ τά ξανθά ἀετώματα νά ἀντιδικήσουν
τώρα πού στόν ὕπνο τῆς ἐλιᾶς
ἀνυφαίνει ἡ ἀράχνη ἕνα δίχτυ ρυτίδες.
Τῶν ἀγρῶν ὅλοι οἱ μίσχοι λάγνοι
σαλεύουνε καί λούζονται
στήν κολυμπήθρα τῶν σπασμῶν.


ΖΥΓΟΣ
Ἐπίσημη ξένη καί ὡραία πού γυμνώνεις
τό χαῖρε
καί τόν ἥλιο ὡς τό κόκκαλο,
πού σπέρνεις τήν πλευρά τῆς χίμαιρας.
Σέ χαιρετοῦν
σάν ἀνοίγουν οἱ ὧρες μας
μέ τά φτερά τῶν ἀνέμων μαρμαίροντα
μέ τά τραγούδια στά γενέθλια τῆς θάλασσας.
Σε χαιρετοῦν
σάν βουλιάζουν οἱ πόθοι μας
διάττοντες γλάροι στήν κλεψύδρα τοῦ γέλιου σου,
ἐθελοντές τοῦ πανάρχαιου ἔπους
μέ τά κύκλια γυρίσματα.
Ἐπίσημη ξένη καί ὡραία
καλῶς μᾶς κόπιασες ὡς νά κοπάσεις.



ΚΥΝΕΣ ΘΗΡΕΥΤΑΙ
Ἱππήλατο ξεκίνημα ἀπό τό προγονικό μετόχι
στήν πύλη τοῦ νεροῦ καί τῆς φωτιᾶς.
Τέρμα θεληματικό σέ διάσελο
κρεμασμένο
στήν ἐρείπωση ἀκατέλυτου οὐρανοῦ.
Σά νά γλυστράει τό ἕλκυθρο ἀχτινότροχο
κάποιας ἀλαργινῆς βεβαιότητας.
Τά δέντρα διανεύουν, καί χαιρετοῦν, καί σεβάζονται.
Ἤ λυγίζουν
στό βίαιο πέρασμα ἄνεμου καρποφόρου.
Νάταν οἱ Μοῖρες, νάταν οἱ Μυροφόρες;



ΑΕΤΟΣ
Θα γενεί τρόπος να λυγίσει
η επιμονή του αλυσοδεμένου Νόστου.
Με το φως βιάζοντας τα λοξά περάσματα
Και με το φως υλοτομώντας
διάσελα και ντερβένια στα πετρωτά βουνά
της Θηροφόνης και της Ελαφηβόλου
Δεν θα ελαττωθούν τα έλατα.
Και μήτε που θ' αρνηθούν οι ήχοι να στέρξουν
τη σιωπή να λειτουργήσουν
με νιάκαρες πολεμικές και ταμπούρλα.
Έως ότου σταλάζοντας στάλα τη στάλα
στη Μονή Δοχειάριου
αθανατίσουν τα ύψη.
Και το Δύσκολο βολετό θα γενεί
καθώς το μειλίχιο ήθος των χρωμάτων
θα νικήσει τη μοχθηρία των λιθαριών.
Ένα θυμωμένο φαρί
αλωνίζει τους ορίζοντες
καθώς ο τιμωρός με την πληγή Αχιλλέας.
Με χρυσά τα πέταλα
και μαλαματένια καρφιά
που τα τροχίζει της αστραπής το ακόνι .


ΤΙ ΖΩΗ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ..; (Δ. ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ)



ΤΙ ΖΩΗ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ..; (Του Δημήτρη Λιαντίνη από το "HOMO EDUCANDUS" σελ. 71 )



Αν αναρωτηθεί κανείς τι είναι τώρα που ζει,
τι θα 'ναι όταν πεθάνει, και τι ήταν προτού να γεννηθεί,
αν βουλιάξει στον υδράργυρο αυτής της απορίας
με τη γνώση ή με τη μνήμη πως το αύριο έφτασε κιόλας,
και πως το χθες το πήρε πια μαζί του ο ποταμός της Λήθης
με τα άσπρα κυπαρίσσια στις όχθες του,
αν ακούσει ν' ανεβαίνει στον ύπνο του
από το ουρανοκρέμαστο πηγάδι της αβύσσου
κάποια απόκριση στο ερώτημα,
σαν ηχώ αμετάδοτη και προσωπική,
τότε καλώς ερωτά, και καλώς αποκρίνεται.
Διαφορετικά να μην ερωτά για το μηδέν και το είναι.
Όπως δεν ερωτούν τα οικόσιτα κυνάρια και τα μανιτάρια.


Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2014

ΣΩΣΙΑΣ (Μ. ΑΛΥΓΙΖΑΚΗΣ)



ΣΩΣΙΑΣ (Του Μανώλη Αλυγιζάκη)



Σίγουρα δεν ήμουν εγώ
που έτρεχα χθες βράδυ στο προάστιο
με το πουκάμισο ολάνοιχτο
σαν ξεχασμένη ευσπλαχνία
με την καρδιά περιφραγμένη
στο γαλανό του αιθέρα λιόγερμα
σαν όνειρο που ξέχασε από πού ήρθε
δεν ήμουνα εγώ αλλά ο σωσίας μου
μες το σακίδιο που έκρυβε
παλιά φωτογραφία δυο αστεριών
που κολυμπούσαν στο λιμανάκι
δίδυμα πρόσωπα μες στον καθρέφτη
κι εκεί μια στάλα παραπέρα
στεκόσουν εσύ και με παρότρυνες
στην αγκαλιά σου να λουφάξω
το κόπο μου να ξεκουράσω
μα `γώ κρατούσα πάνω μου σφιχτά
εκείνο το μικρό αντικλείδι
έτοιμος να το βάλω στην καρδιά μου
να την ανοίξω φρέσκο τριαντάφυλλο στον κόσμο

Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2014

EΙΝΑΙ ΠΟΥ... (Ν. ΤΑΓΚΑΛΟΥ)



EΙΝΑΙ ΠΟΥ... (Της Νίκης Ταγκάλου)





ΤΟ ΣΩΜΑ ΠΟΥ ΖΗΤΑΣ (Μ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗΣ)



ΤΟ ΣΩΜΑ ΠΟΥ ΖΗΤΑΣ (Τραγούδι των Μ. Χατζηγιάννη-Γ. Χατζηνάσιου, σε στίχους Μ. Μπουρμπούλη)



Το σώμα που ζητάς
Το πήρε ο Βοριάς
Και έγινε αγέρας
Της σκοτεινής ημέρας
Και στάχτη μιας φωτιάς

Στα χέρια σου κρατάς
Μια σφαίρα και ρωτάς
Κοιτάς μες το γυαλί της
Τι γράφει ο διαβήτης
Στο χάρτη της καρδιάς

Πονάς το ξέρω πως πονάς
Μα πρέπει να ξεχνάς
και μόνη σου να ζεις.
Διψάς για έρωτα διψάς
μα κείνος π' αγαπάς σου έφυγε νωρίς.


Δείτε παρακάτω το σχετικό βίντεο.

 

Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2014

ΘΕΙΑ ΑΥΤΟΘΥΣΙΑ (Ρ. ΔΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ)



ΘΕΙΑ ΑΥΤΟΘΥΣΙΑ (Της Ρίτσας Δρακοπούλου)



Ελλάδα του 1950. Ελλάδα μεταπολεμική, μετεμφυλιακή......
Οι ουλές από τα τραύματα της χώρας πυορροούν κι η μυρουδιά του αίματος διάχυτη στην ατμόσφαιρα.
Χαροκαμένες μάνες, χήρες, αδελφές, ντυμένες στο χρώμα του πένθους.
Τα παιδιά υποσιτισμένα, ντυμένα όπως-όπως με χιλιοφορεμένα ρούχα από δεύτερο και τρίτο χέρι, ξυπόλητα ή φορώντας τρύπια παπούτσια παίζουν με αυτοσχέδια παιχνίδια στις αλάνες ή στους λασπωμένους δρόμους της χώρας. Τρώνε μια φέτα ψωμί με βρεγμένη ζάχαρη ή με αλειμμένο πολτό τομάτας.
Οι δοσίλογοι κι οι μαυραγορίτες λουφάζουν στις κρυψώνες τους μέχρι να αναλάβουν θέσεις και οφίτσια στο κράτος. Τα παιδιά τους τρώνε το ψωμί με βούτυρο ή και θρεψίνη (σταφιδίνη σε μορφή κρέμας).
Οι "φιλεύσπλαχνοι" σύμμαχοι εκδηλώνουν τα ανθρωπιστικά τους αισθήματα με αποστολές δεμάτων: σκόνη γάλα, κίτρινο τυρί, κονσέρβες. Στα σχολεία λειτουργούν συσσίτια για την αντιμετώπιση της ασιτίας και της αβιταμίνωσης. Η σοκολάτα άπιαστο όνειρο στα βουρκωμένα παιδικά μάτια. Η φυματίωση θερίζει και οι ψείρες εγκαταστάθηκαν στα κεφάλια όλων.
Στα παραπήγματα της Τούμπας, στη Θεσσαλονίκη, ζει η κυρία Χαρίκλεια με τα δυο ορφανά του αδελφού της. Τον Θεόφιλο και τη Δέσποινα. Προσφυγοπούλα μετά από τον "συνωστισμό" στη Σμύρνη.Τα ανίψια της έχασαν και τους δυο γονείς στον πόλεμο κι αυτή "έταξε" τη ζωή της στο μεγάλωμά τους. Με εργαλείο μια παλιά ραπτομηχανή Singer τις νύχτες έραβε μανσέτες και γιακάδες σε πουκάμισα για λογαριασμό κάποιας βιοτεχνίας.
Δεν παντρεύτηκε ποτέ. Δεν χωρούσε άνδρας στη ζωή της μη και κλέψει λίγη αγάπη, λίγη φροντίδα από αυτήν ,που όφειλε στα δύο ορφανά. Ύψωσε τείχη υψηλά και αδιαπέραστα στον έρωτα. Τέτοιο "κακό" να μην την βρει μονολογούσε.
Σε προχωρημένη ηλικία, όταν διάβηκε πια τη δεκαετία των εβδομήντα χρόνων, κρίθηκε απαραίτητη η επίσκεψη της σε γυναικολόγο. Η ανιψιά της η Δέσποινα της εξήγησε τη διαδικασία της εξέτασης κι αυτή μοιρολογούσε νύχτα και μέρα γι αυτό που έμελλε να υποστεί.
Ανέβηκε στη μισητή απ΄όλες τις γυναίκες πολυθρόνα του γυναικολόγου, κάλυψε τα μάτια με το κεφαλομάνδηλο για να μειώσει την ντροπή που την έκανε να σπαρταράει σαν ψάρι στο αγκίστρι ψαρά. Σε δύο μόνο λεπτά ο γυναικολόγος φανερά σοκαρισμένος και έκπληκτος της λέει: Τελειώσαμε δεσποινίς Χαρίκλεια..... Οργίστηκε η γυναίκα με την προσφώνηση. Τι ήταν τούτο το δεσποινίς στα εβδομήντα της? Μη με κοροϊδεύεις γιατρέ, τον απείλησε και κείνος αμύνθηκε στην απειλή με αμυδρό χαμόγελο γεμάτο σεβασμό.
Στο προσκεφάλι της η θεία Χαρίκλεια δεν είχε αισθανθεί ποτέ της την ανάσα του έρωτα. Στο λιγνό κορμί της δεν τυλίχτηκαν ποτέ στιβαρά ανδρικά χέρια, κανείς δεν της ψιθύρησε το σ΄αγαπώ. Τα στήθη της δεν γνώρισαν το χάδι μήτε το θηλασμό μωρού. Τα χείλη της στέγνωσαν χωρίς τη δροσιά ενός ερωτικού φιλιού.Το δέρμα της σαν ξηραμένη λάσπη από την απουσία ερωτικών χυμών. Δεν ένοιωσε στο κρεβάτι της το νωχελικό αποκάρωμα με την αιώνια λειτουργία ζωής και γέννησης. Στέρφα η ζωή της, τάμα στις ψυχές των δύο ορφανών.
Έφυγε πλήρης ημερών σαν ένα λουλούδι που δεν άνθησε ποτέ.
Η θεία Χαρίκλεια. Η Θεία αυτοθυσία........

ΦΟΒΑΜΑΙ (Μ. ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ)



ΦΟΒΑΜΑΙ (Του Μανώλη Αναγνωστάκη)


Φοβάμαι τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου 'κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα 'σπαζαν στα μπουζούκια
κάθε βράδυ
και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.

 (Το ποίημα γράφτηκε τον Νοέμβρη του 1983 και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αυγή)


Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2014

ΜΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΟΥΝ ΤΟΥΣ ΜΑΧΗΤΕΣ..!



ΜΕ ΠΟΙΗΤΙΚΑ ΛΟΓΙΑ ΤΟ ΣΤΕΡΝΟ ΑΝΤΙΟ ΣΤΟΝ ΜΑΧΗΤΗ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ ΔΗΜΟ ΤΣΑΚΝΙΑ...


Ο συναγωνιστής του ευρωβουλευτής Μανώλης Γλέζος τον αποχαιρέτησε με τους παρακάτω στίχους...
 
Στο Γυαλιστή το μήνα, στο Στρασβούργο,
ο στερνός αποχαιρετισμός.
Το Νοέμβρη μήνα το μαρτύρησε στις Βρυξέλλες
ο μανδύας της κίτρινης φυλλοστρωμνής.
Θέλησες με τη Νάντια
να ’σαστε μάρτυρες στο νέο μου ξεκίνημα.
Με συντροφεύατε στις υπογραφές.
Κι όταν ανασηκώθηκα και σ’ αντίκρισα
έκλαιγες…
όπως οι γονείς όταν συλλαβίζουν
τα παιδιά τους την αλφαβήτα.
Σφουγγίζεις του συγκλαμού τα δάκρυα,
πλέκεις σε κόμπους οργής
τα δάκρυα του πόνου.
Της χαράς τα δάκρυα τ’ αφήνεις
να λαμπυρίζουν στο φέγγος της ανατολής
ως αντανακλούν τις ουτοπίες,
τα όνειρα, τα οράματα.


Η σύζυγός του, βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Νάντια Βαλαβάνη, τον αποχαιρέτισε με συγκινητικά αλλά και ποιητικά λόγια, κλείνοντας το «αντίο» της με το ποίημα «Τελευταίος Σταθμός» του Γιώργου Σεφέρη, λέγοντας χαρακτηριστικά: «ήταν από αυτά που μου ΄δωσες να διαβάσω όταν πρωτοσμίξαμε»...

Δείτε παρακάτω ολόκληρο τον αποχαιρετισμό:

«Αγαπημένε μου Δήμο, πολυαγαπημένε πατέρα των παιδιών μας,
Στο ταξίδι που έφυγες το χωρίς γυρισμό, σε συντροφεύουν σκέψεις και λόγια φίλων και συντρόφων, δικά τους και δικά σου, που ακουστήκαν σήμερα κι εδώ.
Τι λόγια να στείλουμε εμείς οι τρεις μαζί σου συντροφιά για να μη νιώσεις την άβυσσο που άνοιξε ο θάνατος για μας, την απέραντη μοναξιά, την αίσθηση εγκατάλειψης μας;
Θα μπορούσα να σου μιλώ ώρες ατέλειωτες προσπαθώντας έστω και τόσο αργά ν' απαντήσω σε όσα με ρώταγες κι όσα εγώ ήθελα να σου πω και δεν πρόκανα αυτά τα δυόμισυ χρόνια που με περίμενες άγρυπνος να γυρίσω κάθε νύχτα, διψασμένος για δυο λόγια πιο ξεκούραστα απ' τα βιαστικά λόγια της μέρας, κι εγώ τόσο ξοδεμένη, που τα λόγια μου μέσα στη νύχτα πανάκριβα.
Θα μπορούσα να επιχειρήσω να σου πω ό,τι μάζευα και δεν πρόκανα μια ζωή πλήρους απασχόλησης ακόμα και με το καινούργιο εργατικό άδικο, 40 χρόνια παρά κάτι λίγους μήνες που μοιραστήκαμε μαζί. Προνομιούχοι, για τούτα τα 40 χρόνια, τα 26 όπως καλά ξέραμε χρόνος δανεισμένος απ΄ το χάροντα: Μια περίοδος χάριτος, που μας επέτρεψε να συνεχίσουμε να μοιραζόμαστε χαρές και λύπες, όπως όλοι οι άνθρωποι που αγαπιούνται. Που σου επέτρεψε να δεις μεγάλα και ωραίους ανθρώπους τα παιδιά σου, το καθένα με τον τρόπο του. Που επέτρεψε στα παιδιά σου να μη σε ξέρουν μόνο από φωτογραφίες και κουβέντες τρίτων δανεικές, αλλά από ολόδικες τους μνήμες, προσωπικά βιωμένες, ριζωμένες και μοναδικές: Να μη χρειάζεται να λέω εγώ για σένα, αλλά να σε 'χουν ζήσει, τον τρόπο που μας πρόσφερες τη ζωή σου.
Και να μπορούσα όμως όλα τ' ανείπωτα μαζεμένα να σου πω, και να μπορούσες συ να με ακούσεις, πράγματα πια αδύνατα, δε θα μπορούσα να το κάνω εδώ. Όπως σου έγραψε κι ο Θανάσης, «τα εν Δήμω μη εν οίκω».
Γι΄ αυτό και δε μπορώ να σου διαβάσω ούτε το παλιό ερωτικό τραγούδι που έγραψα για σένα στα Καστέλια έναν Αύγουστο ένα τέταρτο του αιώνα πριν, αυτό που διάβαζα δημόσια το 2009 και κοιταζόμασταν, όποτε ήσουνα παρών, κατάματα: Για όλα που μπορούν ανάμεσα μας ν' αρχίσουνε από την αρχή, «μα δίχως τα παλιά μας λάθη», καθώς «η πανσέληνος τον Αύγουστο κρατάει δυο νύχτες».
Γιατί από πολύ νεαρός - χρόνια ακόμα πριν να σε γνωρίσω και να τα μοιραστώ όλα μαζί σου -, ακόμα και στην πιο βαθιά παρανομία, ακόμα και μετά το «χτύπημα» του Φλεβάρη του '74, που έφτασες από ανάγκη να γράφεις, να τυπώνεις και να διακινείς μόνο σου τον «Οδηγητή», χωρίς τους ακριβούς φίλους και συντρόφους που το κάνατε μαζί, κάτω απ' τη μύτη του κόσμου που μαχόσουν, τις νύχτες στον πολύγραφο του «Συνδέσμου Ανωνύμων Εταιρειών» όπου δούλευες τις μέρες, φοιτητής της Νομικής, - και στη συνέχεια μαζί, πριν και ακόμα μετά τα παιδιά μας, πάντα σε μοιραζόμασταν. – Ζούσες κι έζησες δημόσια.
Κι όλοι όσοι μας αγκάλιασαν με την αγάπη τους αυτές τις μέρες, Δήμο, κι όλοι όσοι σε συντροφεύουν σήμερα στο στερνό ταξίδι σου, σύντροφοι και φίλοι και συνεργάτες στη μαχόμενη δικηγορία και στο Εργατικό Δίκαιο μέχρι την τελευταία πνοή σου κι οι σιδηροδρομικοί, που 20 χρόνια τώρα είχαν γίνει οικογένεια σου, κι όλοι όσοι μου είπαν ότι ένιωσαν πως έχασαν το στήριγμα τους, γιατί μπορούσαν όποτε χρειαζόταν βοήθεια για να ξεμπλέξουν οτιδήποτε, να σου τηλεφωνήσουν κατευθείαν, είναι απόδειξη γι' αυτό.
Κι υπήρχε ταυτόχρονα αυτό το παράδοξο, που ο θάνατος σου κάνει αδύνατο ν' ανατραπεί: Όταν οι σύντροφοι για πλάκα ή από γινάτι σε αποκάλεσαν κάποιες ελάχιστες φορές μέσα σε τούτα τα 40 χρόνια «άντρα της Βαλαβάνη», κι όταν σε άκουσα μια και μοναδική φορά να λες λίγες μέρες πριν φύγεις σε ένα σύντροφο χαμογελώντας «εμείς είμαστε πια άντρες των γυναικών μας», μπορούσες να το κάνεις, επειδή ήξερες πως ήμουνα πολύ περισσότερο γυναίκα του άντρα μου. Όπως όταν μεταξύ 1988-1989, τον τελευταίο χρόνο πριν φύγουμε απ' το ΚΚΕ - που Κυριακή πρωί, τη μέρα που μας άφησες, μου είπες «να θυμάσαι πως όπως κι όσο και αν τσακωνόμασταν, ήταν το Κόμμα μας» - φιγούραρες σε κάθε «κλείσιμο» του Χαρίλαου στην Κ.Ε. Κι εγώ αργότερα σου έλεγα γελώντας ότι ο ιστορικός του μέλλοντος, αν κάποτε καταπιαστεί να τα διαβάσει, θ' απορεί ποιος ήταν τέλος πάντων τούτος ο Τσακνιάς, όνομα άγνωστο.
Κι εσύ χαμογελούσες σαν να 'χες αποδεχθεί το μη αυτονόητο: Ότι επίσημα δεν αναγνωρίστηκες ποτέ ούτε καν ως αντιστασιακός, γιατί όρος γι' αυτό στο Σύνδεσμο μας ήταν να σ' έχουν πιάσει ή να σε καταζητεί η Ασφάλεια. Κι εσένα δε σε πιάσανε ούτε σε μάθανε ποτέ. Κι εγώ σου είχα πει γελώντας πως δεν αναγνωρίστηκες ποτέ επειδή ήσουνα ο πιο έξυπνος στην παράνομη δουλειά σε σχέση με όλους εμάς που πιάσανε.
Δε βρέθηκε ιστορικός να σου ζητήσει μια συνέντευξη, έστω γι΄ αυτή την περίοδο ή για το Πολυτεχνείο: Όταν κόντρα σε κάθε κανόνα συνωμοτικότητας και τις οδηγίες της καθοδήγησης, απόλυτα σωστές εφόσον έβγαζες παράνομη εφημερίδα, επί τρεις μέρες βρισκόσουν με τους «απέξω» κι έγραψες στο μυαλό σου και στο χαρτί το δικό σου ρεπορτάζ από πρώτο χέρι. Κι έτσι χάθηκε η δική σου εκδοχή της ιστορίας του παράνομου «Οδηγητή», αυτή του υπεύθυνου, ανεπίστρεπτα. Οι δυο τότε σου σύντροφοι είναι σήμερα εδώ μαζί μας. Ας μη χαθεί ανεπίστρεπτα και η βιωμένη ιστορία η δική τους. Γιατί η ιστορία εκτυλίσσεται ανεξάρτητα, χρειάζεται όμως η καταγραφή της.
Δεν ήσουνα εύκολος άνθρωπος, Δήμο. Έλεγες ό,τι σκεφτόσουν και πάλευες πάντα για αυτό κι έψαχνες βασανιστικά το καθετί, ν' ανακαλύψεις τις κρυμμένες αλήθειες και τις αλληλουχίες που συνδέουν τα επιφαινόμενα με την πραγματικότητα. Πριν λίγους μήνες μου είχες πει να μη συμμετάσχω ποτέ σε κάτι που δε θα μου επιτρέπει να λέω ανοιχτά και να παλεύω τη γνώμη μου, κι αυτό έκανες πάντα ο ίδιος - εξίσου απέναντι σε κομματικές ηγεσίες και καθημερινούς ανθρώπους, που τους θεωρούσες εξίσου σημαντικούς.
Όταν βρεθήκαμε ανένταχτοι εκτός κόμματος, δεν το έβαλες κάτω. Με αφορμή τις διεργασίες που δημιούργησε ο πόλεμος ενάντια στη Γιουγκοσλαβία, έκανες ό,τι μπορούσες ώστε απ' το μέτωπο που ορθώθηκε ενάντια του, να κατασταλάξει κάτι για το μέλλον. Παρακολούθησα μέσα από σένα όλες τις προσπάθειες, στην αρχή μαζί με το Λέοντα Αυδή, που έφυγε επίσης τόσο άδικα και τόσο νωρίς, και μια χούφτα ανθρώπους, οι περισσότεροι μεταξύ τους αρχικά ούτε καν φιλικοί, απ' όλα τα ρεύματα της ιστορικής Αριστεράς: Πρώτη φορά συναπαντιόταν επιχειρώντας να ξεπεράσουν την παιδική της ανίατη ασθένεια, την απόλυτη αλήθεια του καθενός, τον χωρίς νόημα κατακερματισμό πολύτιμων δυνάμεων κι αξιόλογων ανθρώπων. Κι έζησα μέσα από σένα πώς, μέσα απ' το Χώρο Διαλόγου και Κοινής Δράσης της Αριστεράς που δημιουργήσατε, μέσα απ' όλες τις αναζητήσεις και τις συγκρούσεις και τους θεμιτούς και κάποτε αθέμιτους συμβιβασμούς, τελικά αναδύθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ. Που από τότε εξελίσσεται συνέχεια - εμβληματικά ως προς το στίχο του Βάρναλη, που η συντακτική σας ομάδα, που έβγαζε την εφημερίδα πλέον από το 1971 στην Ελλάδα, προσθέσατε πλάι στον τίτλο του παράνομου «Οδηγητή»: Ώριμο τέκνο της ανάγκης που η πλειοψηφία της κοινωνίας δεν είχε ακόμα επίγνωση και της οργής που θα ερχόταν να γιγαντώσει το ΣΥΡΙΖΑ λίγα χρόνια αργότερα: Της ανάγκης ενότητας στην πάλη για να πάρει ο εργαζόμενος άνθρωπος την τύχη του στα χέρια του, για να χειραφετηθεί – την ανάγκη ενότητας της αριστεράς, κοινωνικά και πολιτικά, στην πάλη για πολιτική και κοινωνική αλλαγή.
Καθώς δε μπορώ να σου μιλήσω «εν Δήμω» όπως θα 'θελα κι όπως θα σου 'πρεπε, επέτρεψε μου, αγαπημένε, να δανειστώ λόγια ξένα: Αυτά που μου ΄δωσες να διαβάσω όταν πρωτοσμίξαμε, εγώ 20 χρονών κι εσύ 25, εσύ που μέσα απ' αυτά, μέσα απ' τον αγαπημένο σου «Τελευταίο σταθμό», με μύησες στην ποίηση του Σεφέρη. Στο δικό σου «τελευταίο σταθμό», επέτρεψε μου να σε αποχαιρετίσω μέσα από θραύσματα στίχων του, τώρα που
«τ' αλφαβητάρι των άστρων που συλλαβίζεις
όπως το φέρει ο κόπος της τελειωμένης μέρας
και βγάζεις άλλα νοήματα κι άλλες ελπίδες,
πιο καθαρά μπορείς να το διαβάσεις.
Είναι κι αυτός ένας ειρμός της σκέψης ένας τρόπος
ν' αρχίσεις να μιλάς για πράγματα που ομολογείς
δύσκολα, σε ώρες όπου δε βαστάς σε φίλο
που ξέφυγε κρυφά και φέρνει
μαντάτα από το σπίτι κι από τους συντρόφους,
και βιάζεσαι ν' ανοίξεις την καρδιά σου»
Σου υπόσχομαι πως θα παλέψουμε για να μη γίνουμε ποτέ αυτό που αντιπαλεύαμε
«ψυχές από δημόσιες αμαρτίες μαραγκιασμένες,
καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες στο κλουβί του.»
Ξέρω πως πίστευες, αντίθετα με μένα, πως
«Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος∙
ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο∙
χείλια και δάκτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθος
μάτια που μισοκλείνουν στο λαμπύρισμα της μέρας
και πόδια που θα τρέχανε, κι ας είναι τόσο κουρασμένα,
στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους...
Ο άνθρωπος προτιμά να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ' άλλο χωράφι
σαν έρθει ο θέρος.»
Συμφωνούσαμε, όμως, πάντα ότι
«Αλλά τα ξόρκια τ' αγαθά τις ρητορείες,
σαν είναι οι ζωντανοί μακριά, τι θα τα κάνεις;
Μήπως ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα;
Μην είναι αυτό που μεταδίνει τη ζωή;
Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν.»
Στις σημερινές συνθήκες μιας κοινωνικής πραγματικότητας, που για αυτήν
«Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ' ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη
δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει∙»
Τούτη την ώρα, που είμαστε αναγκασμένοι να προχωρήσουμε μπροστά κι εγώ όπως συνήθως μιλώ πολύ κι εσύ δε βρίσκεσαι πια πουθενά γι΄ αυτό να με μαλώσεις, ούτε για να σου δώσω το κείμενο μου τούτο εδώ για να το κόψεις, κι ενώ «ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας»,
το 'ξερες και το σιγοτραγουδούσες, τις σπάνιες φορές που τραγουδούσες, Δήμο: «Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.»
Για να λάβουν τα όνειρα εκδίκηση.
Κι από την Άρτεμη κι απ' τον Αντώνη και από μένα,
δέξου το τελευταίο αντίο, αγαπημένε μας.»

Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2014

ΕΡΗΜΟΙ ΣΤΑΘΜΟΙ (Μ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ)


 

ΕΡΗΜΟΙ ΣΤΑΘΜΟΙ (Του Μάνου Ελευθερίου)



Έρημοι σταθμοί σιδηροδρόμων
δίπλα οι σκουριασμένες οι γραμμές
μοιάζουν με τις νύχτες κάποιων πόνων
στων ερώτων τις διαδρομές.
Έρημοι σταθμοί σαν τα τραγούδια
που δεν τα τραγούδησε κανείς
σαν στενά παπούτσια και κοστούμια
μιας ζωής που εσύ καταφρονείς.
Κάτω απ' το υπόστεγο βαγόνια
δίχως μνήμη, δίχως εποχές
μοιάζουν με τα αμίλητα σεντόνια
που κορμιά σκεπάσαν και ψυχές.
Έρημοι σταθμοί μέσα στ' αγκάθια
συναντήσεις κι αποχωρισμοί
σε θυμάμαι απ' τα σπασμένα τζάμια
να φωτογραφίζεις τη σιωπή.


Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2014

ΜΕΤΡΗΣΑ (Ε. ΑΡΒΑΝΙΤΑΚΗ)



ΜΕΤΡΗΣΑ (Τραγούδι της Ελευθερίας Αρβανιτάκη)



Μέτρησα τις πιο βαθιές μας διαφορές
κι ήταν η σχέση μας αυτές
χάιδεψέ τες αν τις δεις ποτέ.
Κι έπειτα το χρόνο μέτρησα να δω
αν προλαβαίνω να σου πω
Από μένα πόσα δεν μπορώ.

Ό,τι κι αν γίνει ένα να λες
πως μ’ αγαπάς χίλιες φορές
πως μ’ αγαπάς χίλιες φορές
κι εγώ...εσένα.
Κι αν μείνει τ’ όνειρο μισό
κι αν το φιλί χαθεί κι αυτό
ένα να λες σαν να `ναι χθες
πως μ’ αγαπάς χίλιες φορές...

Έψαξα έτσι ένα ψέμα σου να βρω
να μην μπορώ να τ’ ανεχθώ
και δεν βρήκα ούτε ένα.
Κι έπειτα μέτρησα πάλι για να δω
αν είν’ τα λάθη μου εδώ
και δεν έλειπε κανένα...


Δείτε το παρακάτω σχετικό βίντεο.