Κυριακή 30 Μαρτίου 2014

ΣΕ ΔΥΟ ΟΝΕΙΡΑ ΥΠΑΡΧΩ (Ι. ΔΑΥΡΟΣ)



Αφού δεν υπάρχει γύρω μας
τίποτα το αληθινό....
πως να υποψιαστούμε ότι όλα
είναι ψεύτικα;
(Δημήτρης Λιαντίνης)

Νους ο διακοσμών τε και αίτιος των πάντων.
(Αναξαγόρας)


ΣΕ ΔΥΟ ΟΝΕΙΡΑ ΥΠΑΡΧΩ (Του Ιωάννη Δαύρου)



Παιδί της νύχτας είμαι,
της σκοτεινής ενέργειας
και του χάους δημιούργημα...
Μιά ζωή κάθε φορά ζω
και σε δυό όνειρα υπάρχω...
Η νύχτα άχρονη
και τ' ονειρό της αληθινό
μα πάντα ξεχασμένο,
η μέρα σημασμένη με τον χρόνο
και τ' όνειρό της ζωντανό
μα πάντα ανυποψίαστα ψεύτικο...
Κι' εγώ νυχτωμένος ταξιδιώτης
σε ηλιόλουστη μέρα να ονειρεύομαι,
δικούς μου κόσμους να χτίζω
και χίμαιρες να κυνηγώ...
Μιά ζωή περιορισμένη ν' ασφυκτιά
φυλακισμένη σε λειψά οράματα,
παραπλανητικές ταμπέλες φράζουν
τους περιούσιους δρόμους,
κάλπικες πεποιθήσεις ορθώνονται
σαν αξεπέραστοι τείχοι,
τοπίο με τεχνητούς ορίζοντες
σε περίκλειστα σύνορα...
Κι' όλοι εμείς να πορευόμαστε
σε διαδρομές καλά σχεδιασμένες
που πάντα μας αιφνιδιάζουν...
Σκόρπιες στον δρόμο συναντήσεις,
φευγαλέες αναμνήσεις
του ξεχασμένου ονείρου,
χαράζουν την τελική μας πορεία...
Σαν όνειρο μέσα στο όνειρο
η ίδια η μήτρα της ύπαρξής μας...



Δείτε το παρακάτω σχετικό βίντεο.


ΔΕΝ ΖΗΤΑΩ (Ν. ΒΕΡΤΗΣ)



ΔΕΝ ΖΗΤΑΩ (Τραγούδι του Νίκου Βέρτη σε στίχους Όλγας Βλαχοπούλου)



Αν μου έλεγες εσύ
Μία μόνο λέξη
Δε θα έψαχνε η καρδιά
Ψέματα ν’ αντέξει.
Αν μου έδινες μια αφορμή
Να σε πλησιάσω πιο πολύ.

Δεν ζητάω να μου πεις
Λόγια που δεν εννοείς.
Μείνε μόνο αυτή τη νύχτα αν μπορείς.
Δε γυρεύω θαύματα
Είναι απλά τα πράγματα.
Θα μετρήσει η αλήθεια της στιγμής.

Αν με άφηνες να μπω
Μέσα στ’ όνειρό σου
Θα ξυπνούσες το πρωί
Μ’ ουρανό δικό σου.
Αν μου έδινες μια αφορμή
Να σε πλησιάσω πιο πολύ.



Δείτε παρακάτω το σχετικό βίντεο.


 



Σάββατο 29 Μαρτίου 2014

TONIGHT (REAMONN - Μ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗΣ)



TONIGHT (Reamonn - Μ. Χατζηγιάννης)



She never took the train alone she hated being on her own
She always took me by the hand and say she needs me
Φοβόταν μόνη να βρεθεί έτρεμε κάθε σιωπή
πάντα με κράταγε σφιχτά να μη της φύγω
But then night becomes the day and there's nothing left to say
If there's nothing left to say then something's wrong

Σήμερα με σκότωσες ξανά μετά από δυο φιλιά με πέθανες ξανά
Oh tonight you killed me with your smile
so beautiful and wild so beautiful and wild

Πάντα εδώ και πάντα αλλού ο νικητής του παιχνιδιού
παίρνει ένα της φιλί λίγο πριν φύγει
But in a whisper she'd arrive and dance into my life
Like a music melody like a lovers song

Oh tonight you killed me with your smile
so beautiful and wild so beautiful
Σήμερα με σκότωσες ξανά μετά από δυο φιλιά με πέθανες ξανά

Through the darkest night σου τραγουδώ
And the light that shines είμαι ακόμα εδώ
It's who you are είμαι ακόμα εδώ

Oh tonight σήμερα you killed me with your smile
so beautiful and wild so beautiful
Σήμερα με σκότωσες ξανά μετά από δυο φιλιά με πέθανες ξανά


Δείτε παρακάτω τα σχετικά βίντεο.






ΜΑΝΤΑΜ (Π.ΜΟΥΖΟΥΡΑΚΗΣ-Π.ΑΜΠΑΖΗΣ)



ΜΑΝΤΑΜ (Τραγούδι του Πάνου Μουζουράκη σε στίχους του Παντελή Αμπαζή)


Μαντάμ, μαντάμ, μαντάμ κάθε μέρα στη στάση του τραμ

Μαντάμ, μαντάμ, μαντάμ η καρδιά μου χτυπάει σαν ταμ - τάμ

Μαντάμ, μαντάμ, μαντάμ τα γαμπάκια σας είναι ταμάμ

Τα χειλάκια σας είναι για μαμ, μαντάμ σας γουστάρω αναντάμ παπαντάμ

Μαντάμ, μαντάμ, μαντάμ Ζαμανφού μα και σερσέ λα φαμ
Μαντάμ, μαντάμ, μαντάμ μ' ένα βλέμμα η καρδιά γης Μαδιάμ
Μαντάμ, μαντάμ, μαντάμ το κορμάκι σας βόμβα Ναπάλμ
Θα 'τρωγε άλλο ένα μήλο ο Αδάμ μαντάμ
θα 'πεφτε κάτω κι ο Ζαν Κλοντ Βαν Νταμ

Μαντάμ, μαντάμ, μαντάμ το ξυρίζω αν μου πείτε μαντάμ
Μαντάμ, μαντάμ, μαντάμ το μουστάκι μου τύπου Σαντάμ
Μαντάμ, μαντάμ, μαντάμ ένας άντρας δυό μέτρα κοτζάμ
Σας μιλάει και κάνει σαρδάμ, μαντάμ λιώνω σα βουτυράκι Βιτάμ

Μαντάμ, μαντάμ, μαντάμ με ένα μόνο ουί σας μαντάμ
Μαντάμ, μαντάμ, μαντάμ στο κρεβάτι θα γίνει το μπαμ
Μαντάμ, μαντάμ, μαντάμ σιγοβράζω σε χύτρα Σιτράμ
Κοκκινίζω σα να 'μαι ιμάμ, μαντάμ σας γουστάρω αναντάμ παπαντάμ

Μαντάμ, μαντάμ, μαντάμ είστε σκέτο ουρί του Ισλάμ
Μαντάμ, μαντάμ, μαντάμ ιδρώνω σα να 'μαι μες στο χαμάμ
Μαντάμ, μαντάμ, μαντάμ πείτε κάτι επιτέλους μαντάμ
ρίξτε μου έστω ένα βλέμμα μαντάμ και μπαμ στο κρεβάτι θα γίνει Βιετνάμ



Δείτε παρακάτω τα σχετικά βίντεο.







Παρασκευή 28 Μαρτίου 2014

ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ (Θ. ΤΣΑΤΣΟΥ-Γ. ΜΙΧΑΣ)



ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ (Τραγούδι της Θεοδοσίας Τσάτσου σε στίχους Γ. Μίχα)

 


Χρώματα άνοιξη βόλτα στον ήλιο
στη θάλασσα παρέα μ' έναν φίλο
σε γνώρισα σε γνώρισα
Χάδια ανέμελα πάνω στην άμμο
ζωγράφισες ένα αεροπλάνο και
γέλασες γέλασες

Δε θυμάμαι αν στο είχα πει
μα σ' αγαπούσα
πίσω απ' το φεγγάρι είχα κρυφτεί
και σε κοιτούσα
Δε θυμάμαι αν στο είχα πει
μα κάθε βράδυ
τ' άστρα πέφταν πάνω μου βροχή
μ' ένα σου χάδι

Βούτηξα με μια κιθάρα
στο διάστημα τα πρωτα τσιγάρα
με φίλησες με φίλησες
καράβια ακυβέρνητα τα κορμιά μας
αντίδοτα στην ερημια μας
αστρόπλοια αστρόπλοια

Δε θυμάμαι αν στο είχα πει
μα σ' αγαπούσα
πίσω απ' το φεγγάρι είχα κρυφτεί
και σε κοιτούσα
Δε θυμάμαι αν στο είχα πει
μα κάθε βράδυ
τ' άστρα πέφταν πάνω μου βροχή
μ' ένα σου χάδι


Δείτε παρακάτω το σχετικό βίντεο.



Δευτέρα 24 Μαρτίου 2014

ΛΟΓΙΑ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ ΤΟΥ '21




EΝΑ ΑΠΑΝΘΙΣΜΑ ΑΠΟ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΠΕΙ ΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΤΟΥ '21...



«Είναι θέλημα Θεού. Είναι κοντά μας και βοηθάει, γιατί πολεμάμε για την πίστη μας, για την πατρίδα μας, για τους γέρους γονιούς, για τα αδύνατα παιδιά μας, για την ζωή μας, την λευτεριά μας… Και όταν ο δίκαιος Θεός μας βοηθάει ποιος εχθρός ημπορεί να μας κάνει καλά…;».
(Θεόδωρος Κολοκοτρώνης)…..
«Μάχου υπέρ πίστεως και Πατρίδος…Είναι καιρός να αποτινάξωμεν τον αφόρητον ζυγόν, να ελευθερώσωμεν την Πατρίδα, να κρημνίσωμεν από τα νέφη την ημισέληνον, δια να υψώσωμεν το σημείον, δι’ ου πάντοτε νικώμεν, λέγω τον Σταυρόν…».
(Αλέξανδρος Υψηλάντης)
«…Έλληνες ποτέ μην ξεχνάτε το χρέος σε Θεό και σε Πατρίδα! Σ’ αυτά τα δύο σας εξορκίζω ή να νικήσουμε ή να πεθάνουμε κάτω από την Σημαία του Χριστού»
(Γρηγόριος – Δικαίος Παπαφλέσσας)
«Όταν σηκώσαμεν την σημαίαν εναντίον της τυραγνίας ξέραμεν ότι είναι πολλοί αυτείνοι και μαχητικοί κι’ έχουν και κανόνια κι’ όλα τα μέσα. Εμείς σε ούλα είμαστε αδύνατοι. Όμως ο Θεός φυλάγει και τους αδύνατους, κι’ αν πεθάνωμεν πεθαίνομεν δια την Πατρίδα μας, δια την Θρησκείαν μας και πολεμούμεν όσο μπορούμε εναντίον της τυραγνίας κι’ ο Θεός βοηθός…».
(Στρατηγός Μακρυγιάννης)
«…Ως Χριστιανός ορθόδοξος και υιός της ημετέρας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, ορκίζομαι …να διαμείνω πιστός εις την Θρησκείαν μου και εις την Πατρίδα μου. Ορκίζομαι να χύσω και αυτήν την υστέρα ρανίδα του αίματός μου υπέρ της Θρησκείας και της Πατρίδος μου. Να χύσω το αίμα μου, ίνα νικήσω τους εχθρούς της Θρησκείας μου ή να αποθάνω ως Μάρτυς δια τον Ιησούν Χριστόν…».
(Ο όρκος των Ιερολοχιτών)
«Νέοι, πρέπει να φυλάξετε την πίστη σας και να την στερεώσετε, διότι, όταν επιάσαμε τα άρματα, είπαμε πρώτα υπέρ ΠΙΣΤΕΩΣ και έπειτα υπέρ ΠΑΤΡΙΔΟΣ…»
«Ως μία βροχή έπεσεν εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί μας και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση…».
(Θ. Κολοκοτρώνης)
«…Η τυραγνία των Τούρκων – την δοκιμάσαμε τόσα χρόνια – δεν υποφέρονταν πλέον. Και δι’ αυτήνη την τυραγνία, οπού δεν ορίζαμεν ούτε βιόν ούτε τιμή ούτε ζωή (ξέραμεν κι’ ότ’ ήμασταν ολίγοι και χωρίς τα’ αναγκαία του πολέμου) αποφασίσαμεν να σηκώσομεν άρματα εναντίον της τυραγνίας. Είτε θάνατος είτε λευτεριά».
(Ιω. Μακρυγιάννης )
«Ο Έφορος της Ελλάδος Θεός ενέπνευσεν εις τας καρδίας των εχθρών μας άκραν δειλίαν και φόβον. Ελπίζω δε εντός ολίγου, με την βοήθειαν του Τιμίου Σταυρού και των θεοπειθών της πατρίδος ευχών, να σας χαροποιήσω…».
(Ανδρέας Μιαούλης)
«Μία δύναμις με άρπαξε από την λιτανεία πριν φύγουμε από τα Ψαρά για την Χίο. Μία δύναμις θεϊκή με γιγάντωσε…Αυτή η θεία δύναμις μου έδωσε θάρρος δια να φθάσω με το πυρπολικό μου στην Τουρκική Ναυαρχίδα…Οι Τούρκοι ήταν τόσοι ώστε εάν έπτυον επάνω μας θα μας έπνιγαν αναμφιβόλως…Εις το όνομα του Κυρίου φώναξα εκείνη τη στιγμή. Έκανα τον Σταυρό μου και πήδηξα στη βάρκα. Οι φλόγες του πυρπολικού μεταδόθηκαν στην Ναυαρχίδα που τινάχθηκε στον αέρα και παρέσυρε στον θάνατο χιλιάδες Τούρκους…».
(Κωνσταντίνος Κανάρης)
«Έκατσα που εσκαπέτισαν με τα μπαϊράκια τους απεκατέβηκα κάτω. Ήταν μιά εκκλησία εις τον δρόμον, η Παναγία στο Χρυσοβίτσι, και το καθησιό μου ήτο όπου έκλαιγα την Ελλάς… Σίμωσα, έδεσα το άλογό μου σ’ ένα δένδρο, μπήκα μέσα και γονάτισα. Παναγία μου είπα από τα βάθη της καρδιάς μου και τα μάτια μου δάκρυσαν. Παναγία μου βοήθησε και τούτη τη φορά τους Έλληνες να ψυχωθούν. Έκανα το Σταυρό μου, ασπάσθηκα την εικόνα της, βγήκα από το εκκλησάκι, πήδηξα στο άλογό μου και έφυγα. Σε λίγο μπροστά μου ξεπετάγονταν οχτώ αρματωμένοι, ο εξάδελφός μου ο Αντώνης Κολοκοτρώνης και επτά ανήψια του. "Κανείς δεν είναι στην Πιάνα", μου είπε ο Αντώνης. Ούτε στην Αλωνίσταινα. Είναι φευγάτοι. "Ας μη είναι κανείς αποκρίθηκα". Ο τόπος σε λίγο θα γιομίση παλληκάρια… Ο Θεός υπέγραψε την λευτεριά της Ελλάδος και δεν θα πάρη πίσω την υπογραφή του».
(Θεόδωρος Κολοκοτρώνης)
«Χωρίς αρετή και πόνο εις την πατρίδα και πίστη εις την θρησκεία τους έθνη δεν υπάρχουν».
«…Κι’ αν είμαστε ολίγοι…παρηγοριώμαστε μ’ έναν τρόπον, ότι η τύχη μας έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους. Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θερία πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε, τρώνε από μας και μένει και μαγιά. Και ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν, κι΄όταν κάνουν αυτείνη την απόφασιν, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν…».
«…Τούτην την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί κι’ αμαθείς και πλούσιοι και φτωχοί και πολιτικοί και στρατιωτικοί και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι, όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς, έχομεν να ζήσωμεν εδώ. Το λοιπόν δουλέψαμεν όλοι μαζί, να την φυλάμε κι’ όλοι μαζί και να μη λέγη ούτε ο δυνατός «εγώ», ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγει ο καθείς «εγώ»; Όταν αγωνιστή μόνος του και φκειάση, ή χαλάση, να λέγη εγώ, όταν όμως αγωνίζονται πολλοί να φκειάνουν, τότε να λένε «εμείς». Είμαστε εις το «εμείς» κι’ όχι εις το «εγώ». Και εις το εξής να μάθωμεν γνώση, αν θέλωμεν να φκειάσωμεν χωριόν, να ζήσωμεν όλοι μαζί….».
(Ιω. Μακρυγιάννης)
«Το Ελληνικόν Έθνος, αφ’ ού υπέκυψεν εις τον βάρβαρον και σκληρότατον ζυγόν της Οθωμανικής τυραννίας, υστερήθη όχι μόνον την ελευθερίαν του, αλλά και παν είδος μαθήσεως…και ήτον ενδεχόμενον να εκλείψη διόλου από το Έθνος η Ελληνική γλώσσα, εάν δεν την διέσωζεν η Εκκλησία προς ήν οφείλεται και κατά τούτο ευγνωμοσύνη».
(Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός)
«Μόνον του Ευαγγελίου η διδαχή εμπορεί να σώση την αυτονομίαν του Γένους, όταν μάλιστα κηρύττεται από ποιμένας φίλους της αληθείας και της δικαιοσύνης»
(Αδ. Κοραής)
«…Τούτο παρακαλώ να τους παραγγείλετε να πράττωσιν εις το εξής, παριστάνοντες εις αυτούς, ότι πολεμούν όχι μόνον υπέρ πατρίδος, αλλά και υπέρ πίστεως».
(Αδ. Κοραής προς Γ. Κουντουριώτην, 1824)
«…Μόνη η δικαιοσύνη φέρει την ελευθερίαν, την δύναμιν και την ασφάλειαν. Όπλα χωρίς δικαιωσύνην, γίνονται όπλα ληστών, ζώντων εις καθημερινόν κίνδυνον να στερηθώσι την δύναμιν από άλλους ληστάς, ή και να κολασθώσιν ως λησταί από νόμιμον εξουσίαν. Η ανδρεία χωρίς την δικαιοσύνην είναι ευτελές προτέρημα, η δικαιοσύνη, αν εφυλάσσετο από όλους, ουδέ χρείαν όλως είχε της ανδρείας. Και αυτή του Θεού η παντοδυναμία ήθελ’ είσθε χωρίς όφελος διά τους ανθρώπους,
αν δεν ήτον ενωμένη με την άπειρον δικαιοσύνην του…».
(Αδ, Κοραής προς Οδυσσέα Ανδρούτσον, 1824)
«…Αχ, διά τους οικτιρμούς του Θεού, ο οποίος είναι όλος αγάπη, διά το όνομα της Πατρίδος, η οποία είναι όλη αρετή, ας καθαρίσωμεν την ψυχήν μας, και εις αυτήν την ώραν του κινδύνου, από τον ρύπον της διχονοίας, ας θάψωμεν εις τον τάφον της λησμονησίας τα άγρια και ανόητα πάθη μας, ας πλύνωμεν τας μεμολυσμένας καρδίας εις το ιερόν λουτρόν της αγάπης, ο πατριωτισμός ας λαμπρύνη, εις το εξής τον θολωμένον νουν μας, η ειλικρίνεια ας βασιλεύση εις την καρδίαν μας, η αγάπη κα η σύμπνοια ας προπορεύωνται, ως νεφέλη πυρός, όλων των βουλών μας και όλων των έργων μας».
(Σπ. Τρικούπης)
«Κι’ όσο αγαπώ την πατρίδα μου δεν αγαπώ άλλο τίποτας. Ναρθή ένας να μου ειπή ότι θα πάγη ομπρός η πατρίδα, στρέγομαι να μου βγάλη και τα δυό μου μάτια. Ότι αν είμαι στραβός, και η πατρίδα μου είναι καλά, με θρέφει, αν η πατρίδα μου αχαμνά, δέκα μάτια νάχω, στραβός θανά είμαι. Ότι σ΄αυτείνη θα ζήσω, δεν έχω σκοπό να πάγω αλλού».
(Ιω. Μακρυγιάννης)
«Είναι καιρός…να κρημνίσωμεν από τα νέφη την Ημισέληνον διά να υψώσωμεν το σημείον, δι’ ού πάντοτε νικώμεν, λέγω τον Σταυρόν και ούτω να εκδικήσωμεν την πατρίδα και την ορθόδοξον ημών πίστιναπό την ασεβή των ασεβών καταφρόνησιν»;
(Αλ. Υψηλάντης)
«…Η ημέρα εκείνη, την οποίαν επιθυμούσαν οι πατέρες μας να την ιδούν, έφθασε και ο Νυμφίος έρχεται…Έφθασεν ο καιρός διά να λάμψη πάλιν ο Σταυρός και να λάβη πάλιν η Ελλάς, η δυστυχής Πατρίς μας, την ελευθερίαν της…».
«Ότι και αν εκάμαμεν, είτε εγώ, είτε οι συνάδελφοί μου, είτε ως εταίροι, είτε ως αγωνισταί, ήτο έμπνευσις και έργον της Θείας Προνοίας, και ουδέν ηθέλομεν πράξει άνευ της εμπνεύσεως ταύτης».
(Άνθιμος Γαζής)
«ΙΔΟΥ ο Θεός μεθ’ ημών, ος επάταξεν έθνη πολλά και απέκτεινε βασιλείς κραταιούς. Ο Παντοκράτωρ Θεός δεν μας αφήνει εις την διάκρισιν του εχθρού. Αλλά είναι σύμμαχός μας, καθώς πολλάκις το είδομεν και άμποτε εις το εξής διά της δυνάμεως του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού και διά της ενεργείας και γενναιότητός σας να αφανισθή ο εχθρός εξ ολοκλήρου…».
(Π. Μαυρομιχάλης προς τον Θ.Κολοκοτρώνη)
«ΧΩΡΙΣ αρετή και θρησκεία δεν σχηματίζεται κοινωνία, ούτε βασίλειον».
(Στρατηγός Μακρυγιάννης)
«Ο Θεός είναι μετά της Ελλάδος και υπέρ της Ελλάδος και αύτη σωθήσεται. Επί ταύτης της πεποιθήσεως αντλώ πάσας μου τας δυνάμεις και πάντας τους πόρους».
(Ι. Καποδίστριας)
«Η Ιστορία και το μέλλον της Ελλάδος στηρίζονται πάνω σε τρεις λέξεις: Θρησκεία, Ελευθερία, Πατρίς».
(Παλαιών Πατρών Γερμανός)
«Εγώ, η φαμίλια μου, τα’ άρματά μου, ότι έχω είναι για την Ελλάδα».
(Θεόδωρος Κολοκοτρώνης)


Κυριακή 23 Μαρτίου 2014

ΠΩΣ ΕΜΠΝΕΥΣΘΗΚΕ Ο Ο. ΕΛΥΤΗΣ ΤΟ "ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ"



ΕΚΠΛΗΣΣΕΙ Η ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΜΕ ΤΟ ΣΗΜΕΡΑ ΤΩΝ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΠΟΥ ΕΝΕΠΝΕΥΣΑΝ ΤΟΝ ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ ΝΑ ΓΡΑΨΕΙ ΤΟ "ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ"... ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΙ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΑ ΤΗ ΜΟΙΡΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ...



«Όσο κι αν μπορεί να φανεί παράξενο, την αρχική αφορμή να γράψω το ποίημά μου την έδωσε η διαμονή μου στην Ευρώπη τα χρόνια του '48 με '51. Ήταν τα φοβερά χρόνια όπου όλα τα δεινά μαζί - πόλεμος, κατοχή, κίνημα, εμφύλιος - δεν είχανε αφήσει πέτρα πάνω στη πέτρα. Θυμάμαι την μέρα που κατέβαινα να μπω στο αεροπλάνο, ένα τσούρμο παιδιά που παίζανε σε ένα ανοιχτό οικόπεδο. Το αυτοκίνητό μας αναγκάστηκε να σταματήσει για μια στιγμή και βάλθηκα να τα παρατηρώ. Ήτανε κυριολεκτικά μες τα κουρέλια. Χλωμά, βρώμικα, σκελετωμένα με γόνατα παραμορφωμένα, με ρουφηγμένα πρόσωπα. Τριγύριζαν μέσα στις τσουκνίδες του οικοπέδου ανάμεσα σε τρύπιες λεκάνες και σωρούς σκουπιδιών. Αυτή ήταν η τελευταία εικόνα που έπαιρνα από την Ελλάδα. Και αυτή, σκεπτόμουν, ήταν η μοίρα του Γένους που ακολούθησε το δρόμο της Αρετής και πάλεψε αιώνες για να υπάρξει.
Πριν περάσουν 24 ώρες περιδιάβαινα στο Ουσί της Λωζάννης, στο μικρό δάσος πλάι στη λίμνη. Και ξαφνικά άκουσα καλπασμούς και χαρούμενες φωνές. Ήταν τα Ελβετόπαιδα που έβγαιναν να κάνουν την καθημερινή τους ιππασία. Αυτά που από πέντε γενεές και πλέον, δεν ήξεραν τι θα πει αγώνας, πείνα, θυσία. Ροδοκόκκινα, γελαστά, ντυμένα σαν πριγκηπόπουλα, με συνοδούς που φορούσαν στολές με χρυσά κουμπιά, περάσανε από μπροστά μου και μ' άφησαν σε μια κατάσταση που ξεπερνούσε την αγανάκτηση.
Ήτανε δέος μπροστά στην τρομακτική αντίθεση, συντριβή μπροστά στην τόση αδικία, μια διάθεση να κλάψεις και να προσευχηθείς περισσότερο, παρά να διαμαρτυρηθείς και να φωνάξεις. Ήτανε η δεύτερη φορά στη ζωή μου - η πρώτη ήτανε στην Αλβανία - που έβγαινα από το άτομό μου, και αισθανόμουν όχι απλά και μόνο αλληλέγγυος, αλλά ταυτισμένος κυριολεκτικά με τη φυλή μου. Και το σύμπλεγμα κατωτερότητας που ένιωθα, μεγάλωσε φτάνοντας στο Παρίσι.
Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από το τέλος του πολέμου και τα πράγματα ήταν ακόμη μουδιασμένα. Όμως τι πλούτος και τι καλοπέραση μπροστά σε μας! Και τι μετρημένα δεινά επιτέλους μπροστά στα ατελείωτα τα δικά μας! Δυσαρεστημένοι ακόμα οι Γάλλοι που δεν μπορούσαν να 'χουν κάθε μέρα το μπιφτέκι και το φρέσκο τους βούτυρο, δυσανασχετούσαν. Υπάλληλοι, σωφέρ, γκαρσόνια, με κοιτάζανε βλοσυρά και μου λέγανε: εμείς περάσαμε πόλεμο Κύριε! Κι όταν καμιά φορά τολμούσα να ψιθυρίσω ότι ήμουν Έλληνας κι ότι περάσαμε κι εμείς πόλεμο με κοιτάζανε παράξενα: α, κι εσείς έ; Καταλάβαινα ότι ήμασταν αγνοημένοι από παντού και τοποθετημένοι στην άκρη-άκρη ενός χάρτη απίθανου. Το σύμπλεγμα κατωτερότητας και η δεητική διάθεση με κυρίευαν πάλι. Ξυπνημένες μέσα παλαιές ενστικτώδεις διαθέσεις άρχισαν να αναδεύονται και να ξεκαθαρίζουν.
Η παραμονή μου στην Ευρώπη με έκανε να βλέπω πιο καθαρά το δράμα του τόπου μας. Εκεί αναπηδούσε πιο ανάγλυφο το άδικο που κατάτρεχε τον ποιητή. Σιγά-σιγά αυτά τα δύο ταυτίστηκαν μέσα μου. Το επαναλαμβάνω, μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη ήταν ότι και η μοίρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους - και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους του χρήματος και της εξουσίας. Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας, ήταν το πρώτο εύρημα. Και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση, μου 'δωσε ένα δεύτερο εύρημα. Να δώσω, δηλαδή, σ' αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας. Κι έτσι γεννήθηκε το «Άξιον Εστί».


ΥΜΝΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΝ (Δ.ΣΟΛΩΜΟΣ)



ΟΛΟΚΛΗΡΟΣ Ο "ΥΜΝΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΝ" (Του Διονυσίου Σολωμού)



Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη που με βία μετράει τη γη.

Απ' τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

Εκεί μέσα εκατοικούσες πικραμένη, εντροπαλή,
κι ένα στόμα εκαρτερούσες, «έλα πάλι», να σου πεί.
'Αργειε νάλθει εκείνη η μέρα κι ήταν όλα σιωπηλά,
γιατί τά 'σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά.
Δυστυχής! Παρηγορία μόνη σού έμενε να λές
περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις.
Κι ακαρτέρει κι ακαρτέρει φιλελεύθερη λαλιά
το ένα εκτύπαε τ' άλλο χέρι από την απελπισιά
Κι έλεες: «Πότε, α, πότε βγάνω το κεφάλι από τσ' ερμιές;».
Και αποκρίνοντο από πάνω κλάψες, άλυσες, φωνές.
Τότε εσήκωνες το βλέμμα μες στα κλάιματα θολό,
και εις το ρούχο σου έσταζ' αίμα πλήθος αίμα ελληνικό.
Με τα ρούχα αιματωμένα ξέρω ότι έβγαινες κρυφά
να γυρεύεις εις τα ξένα άλλα χέρια δυνατά.
Μοναχή το δρόμο επήρες, εξανάλθες μοναχή·
δεν είν' εύκολες οι θύρες εάν η χρεία τες κουρταλεί.
'Αλλος σου έκλαψε εις τα στήθια, αλλ' ανάσαση καμμιά·
άλλος σου έταξε βοήθεια και σε γέλασε φρικτά.
΄Αλλοι, οϊμέ, στη συμφορά σου οπού εχαίροντο πολύ,
«σύρε νά 'βρεις τα παιδιά σου, σύρε», έλεγαν οι σκληροί.
Φεύγει οπίσω το ποδάρι και ολογλήγορο πατεί
ή την πέτρα ή το χορτάρι που τη δόξα σού ενθυμεί.
Ταπεινότατη σου γέρνει η τρισάθλια κεφαλή,
σαν πτωχού που θυροδέρνει κι είναι βάρος του η ζωή.
Ναι, αλλά τώρα αντιπαλεύει κάθε τέκνο σου με ορμή,
πού ακατάπαυστα γυρεύει ή τη νίκη ή τη θανή.
Απ' τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
Μόλις είδε την ορμή σου ο ουρανός που για τσ' εχθρούς
εις τη γη τη μητρική σου έτρεφ' άνθια και καρπούς,
εγαλήνεψε· και εχύθει καταχθόνια μια βοή,
και του Ρήγα σού απεκρίθη πολεμόκραχτη η φωνή.
΄Ολοι οι τόποι σου σ' εκράξαν χαιρετώντας σε θερμά,
και τα στόματα εφωνάξαν όσα αισθάνετο η καρδιά.
Εφωνάξανε ως τ' αστέρια του Ιονίου και τα νησιά,
κι εσηκώσανε τα χέρια για να δείξουνε χαρά,
μ' όλον πού 'ναι αλυσωμένο το καθένα τεχνικά,
και εις το μέτωπο γραμμένο έχει: «Ψεύτρα Ελευθεριά».
Γκαρδιακά χαροποιήθει και του Βάσιγκτον η γη,
και τα σίδερα ενθυμήθει που την έδεναν κι αυτή.
Απ' τον πύργο του φωνάζει, σα να λέει σε χαιρετώ,
και τη χήτη του τινάζει το λιοντάρι το Ισπανό.
Ελαφιάσθη της Αγγλίας το θηρίο, και σέρνει ευθύς
κατά τ' άκρα της Ρουσίας τα μουγκρίσματα τσ' οργής.
Εις το κίνημα του δείχνει πως τα μέλη ειν' δυνατά·
και στου Αιγαίου το κύμα ρίχνει μια σπιθόβολη ματιά.
Σε ξανοίγει από τα νέφη και το μάτι του Αετού,
που φτερά και νύχια θρέφει με τα σπλάχνα του Ιταλού·
και σ' εσέ καταγυρμένος, γιατί πάντα σε μισεί,
έκρωζ' έκρωζ' ο σκασμένος, να σε βλάψει, αν ημπορεί.
΄Αλλο εσύ δεν συλλογιέσαι πάρεξ που θα πρωτοπάς·
δεν μιλείς και δεν κουνιέσαι στες βρισιές οπού αγρικάς·
σαν το βράχο οπού αφήνει κάθε ακάθαρτο νερό
εις τα πόδια του να χύνει ευκολόσβηστον αφρό·
οπού αφήνει ανεμοζάλη και χαλάζι και βροχή
να του δέρνουν τη μεγάλη, την αιώνιαν κορυφή.
Δυστυχιά του, ω, δυστυχιά του, οποιανού θέλει βρεθεί
στο μαχαίρι σου αποκάτου και σ' εκείνο αντισταθεί.
Το θηρίο π' ανανογιέται πως του λείπουν τα μικρά,
περιορίζεται, πετιέται, αίμα ανθρώπινο διψά·
τρέχει, τρέχει όλα τα δάση, τα λαγκάδια, τα βουνά,
κι όπου φθάσει, όπου περάσει, φρίκη, θάνατος, ερμιά·
Ερμιά, θάνατος και φρίκη όπου επέρασες κι εσύ·
ξίφος έξω από τη θήκη πλέον ανδρείαν σου προξενεί.
Ιδού, εμπρός σου ο τοίχος στέκει της αθλίας Τριπολιτσάς·
τώρα τρόμου αστροπελέκι να της ρίψεις πιθυμάς.
Μεγαλόψυχο το μάτι δείχνει πάντα οπώς νικεί,
κι ας ειν' άρματα γεμάτη και πολέμιαν χλαλοή.
Σου προβαίνουνε και τρίζουν για να ιδείς πως ειν' πολλά·
δεν ακούς που φοβερίζουν άνδρες μύριοι και παιδιά;
Λίγα μάτια, λίγα στόματα θα σας μείνουνε ανοιχτά.
για να κλαύσετε τα σώματα που θε νά 'βρει η συμφορά!
Κατεβαίνουνε, και ανάφτει του πολέμου αναλαμπή·
το τουφέκι ανάβει, αστράφτει, λάμπει, κόφτει το σπαθί.
Γιατί η μάχη εστάθει ολίγη; Λίγα τα αίματα γιατί;
Τον εχθρό θωρώ να φύγει και στο κάστρο ν' ανεβεί.
Μέτρα! Ειν' άπειροι οι φευγάτοι, οπού φεύγοντας δειλιούν·
τα λαβώματα στην πλάτη δέχοντ', ώστε ν' ανεβούν.
Εκεί μέσα ακαρτερείτε την αφεύγατη φθορά·
να, σας φθάνει· αποκριθείτε στης νυκτός τη σκοτεινιά!
Αποκρίνονται και η μάχη έτσι αρχίζει, οπού μακριά
από ράχη εκεί σε ράχη αντιβούιζε φοβερά.
Ακούω κούφια τα τουφέκια, ακούω σμίξιμο σπαθιών,
ακούω ξύλα, ακούω πελέκια, ακούω τρίξιμο δοντιών.
Α, τι νύκτα ήταν εκείνη που την τρέμει ο λογισμός!
΄Αλλος ύπνος δεν εγίνει πάρεξ θάνατου πικρός.
Της σκηνής η ώρα, ο τόπος, οι κραυγές, η ταραχή,
ο σκληρόψυχος ο τρόπος του πολέμου, και οι καπνοί,
και οι βροντές και το σκοτάδι οπού αντίσκοφτε η φωτιά,
επαράσταιναν τον ΄Αδη που ακαρτέρειε τα σκυλιά·
Τ' ακαρτέρειε. Εφαίνον' ίσκιοι αναρίθμητοι, γυμνοί,
κόρες, γέροντες, νεανίσκοι, βρέφη ακόμη εις το βυζί.
'Ολη μαύρη μυρμηγκιάζει, μαύρη η εντάφια συντροφιά,
σαν το ρούχο οπού σκεπάζει τα κρεβάτια τα στερνά.
Τόσοι, τόσοι ανταμωμένοι επετιούντο από τη γη,
όσοι ειν' άδικα σφαγμένοι από τούρκικην οργή.
Τόσα πέφτουνε τα θερισμένα αστάχια εις τους αγρούς·
σχεδόν όλα εκειά τα μέρη εσκεπάζοντο απ' αυτούς.
Θαμποφέγγει κανέν' άστρο και αναδεύοντο μαζί,
ανεβαίνοντας το κάστρο με νεκρώσιμη σιωπή.
'Ετσι χάμου εις την πεδιάδα μες στο δάσος το πυκνό,
όταν στέλνει μίαν αχνάδα μισοφέγγαρο χλωμό,
Eάν οι άνεμοι μες στ' άδεια τα κλαδιά μουγκοφυσούν,
σειούνται, σειούνται τα μαυράδια, οπού οι κλώνοι αντικτυπούν.
Με τα μάτια τους γυρεύουν όπου είν' αίματα πηχτά,
και μες στα αίματα χορεύουν με βρυχίσματα βραχνά·
και χορεύοντας μανίζουν εις τους ΄Ελληνες κοντά,
και τα στήθια τους εγγίζουν με τα χέρια τα ψυχρά.
Εκειό το έγγισμα πηγαίνει βαθειά μες στα σωθικά,
όθεν όλη η λύπη βγαίνει και άκρα αισθάνονται ασπλαχνιά.
Τότε αυξαίνει του πολέμου ο χορός τρομακτικά,
σαν το σκόρπισμα του ανέμου στου πελάου τη μοναξιά.
Κτυπούν όλοι απάνου κάτου· κάθε κτύπημα που εβγεί
είναι κτύπημα θανάτου χώρις να δευτερωθεί.
Κάθε σώμα ιδρώνει, ρέει·λες κι εκείθενε η ψυχή
απ' το μίσος που την καίει πολεμάει να πεταχθεί.
Της καρδίας κτυπίες βροντάνε μες στα στήθια τους αργά,
και τα χέρια όπου χουμάνε περισσότερο ειν' γοργά.
Ουρανός γι' αυτούς δεν είναι, ουδέ πέλαγο, ουδέ γη·
γι' αυτούς όλους το παν είναι μαζωμένο αντάμα εκεί.
Τόση η μάνητα κι η ζάλη, που στοχάζεσαι μη πως
από μία μεριά και απ' άλλη δεν είν΄ ένας ζωντανός.
Κοίτα χέρια απελπισμένα πώς θερίζουνε ζωές!
Χάμου πέφτουνε κομμένα χέρια, πόδια, κεφαλές,
και παλάσκες και σπαθία με ολοσκόρπιστα μυαλά,
και με ολόσχιστα κρανία, σωθικά λαχταριστά.
Προσοχή καμία δεν κάνει κανείς, όχι, εις τη σφαγή·
πάνε πάντα εμπρός. Ω, φθάνει, φθάνει· έως πότε οι σκοτωμοί;
Ποιος αφήνει εκεί τον τόπο, πάρεξ όταν ξαπλωθεί;
Δεν αισθάνονται τον κόπο και λες κι είναι εις την αρχή.
Ολιγόστευαν οι σκύλοι, και «Αλλά», εφώναζαν, «Αλλά»,
και των Χριστιανών τα χείλη «φωτιά», εφώναζαν, «φωτιά».
Λιονταρόψυχα, εκτυπιούντο, πάντα εφώναζαν «φωτιά»,
και οι μιαροί κατασκορπιούντο, πάντα σκούζοντας «Αλλά».
Παντού φόβος και τρομάρα και φωνές και στεναγμοί·
παντού κλάψα, παντού αντάρα, και παντού ξεψυχισμοί.
Ήταν τόσοι! Πλέον το βόλι εις τ' αυτιά δεν τους λαλεί.
'Ολοι χάμου εκείτοντ' όλοι εις την τέταρτην αυγή.
Σαν ποτάμι το αίμα εγίνη και κυλάει στη λαγκαδιά,
και το αθώο χόρτο πίνει αίμα αντίς για τη δροσιά.
Της αυγής δροσάτο αέρι, δεν φυσάς τώρα εσύ πλιο
στων ψευδόπιστων το αστέρι· φύσα, φύσα εις το ΣΤΑΥΡΟ!
Απ' τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
Της Κορίνθου ιδού και οι κάμποι· δεν λάμπ' ήλιος μοναχά
εις τους πλάτανους, δεν λάμπει εις τ' αμπέλια, εις τα νερά.
Εις τον ήσυχον αιθέρα τώρα αθώα δεν αντηχεί
τα λαλήματα η φλογέρα, τα βελάσματα το αρνί.
Τρέχουν άρματα χιλιάδες σαν το κύμα εις το γιαλό,
αλλ' οι ανδρείοι παλληκαράδες δεν ψηφούν τον αριθμό.
Ω τρακόσιοι, σηκωθείτε και ξανάλθετε σε μας·
τα παιδιά σας θελ' ιδείτε πόσο μοιάζουνε με σας.
'Ολοι εκείνοι τα φοβούνται και με πάτημα τυφλό
εις την Κόρινθο αποκλειούνται κι όλοι χάνουνται απ' εδώ.
Στέλνει ο άγγελος του ολέθρου πείνα και θανατικό,
που με σχήμα ενός σκελέθρου περπατούν αντάμα οι δυο·
και πεσμένα εις τα χορτάρια απεθαίνανε παντού
τα θλιμμένα απομεινάρια της φυγής και του χαμού.
Κι εσύ αθάνατη, εσύ θεία, που ότι θέλεις ημπορείς.
εις τον κάμπο, Ελευθερία, ματωμένη περπατείς.
Στη σκια χεροπιασμένες, στη σκια βλέπω κι εγώ
κρινοδάχτυλες παρθένες οπού κάνουνε χορό.
Στο χορό γλυκογυρίζουν ωραία μάτια ερωτικά,
και εις την αύρα κυματίζουν μαύρα, ολόχρυσα μαλλιά.
Η ψυχή μου αναγαλλιάζει πως ο κόρφος καθεμιάς
γλυκοβύζαστο ετοιμάζει γάλα ανδρείας κι ελευθεριάς.
Μες στα χόρτα, τα λουλούδια, το ποτήρι δεν βαστώ·
φιλελεύθερα τραγούδια σαν τον Πίνδαρο εκφωνώ.
Απ' τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
Πήγες εις το Μεσολόγγι την ημέρα του Χριστού,
μέρα που άνθισαν οι λόγγοι για το τέκνο του Θεού.
Σου 'λθε εμπρός λαμποκοπώντας η Θρησκεία μ' ένα σταυρό,
και το δάκτυλο κινώντας οπού ανεί τον ουρανό,
«σ' αυτό», εφώναξε, «το χώμα στάσου ολόρθη, Ελευθεριά!».
Και φιλώντας σου το στόμα μπαίνει μες στην εκκλησιά.
Εις την τράπεζα σιμώνει, και το σύγνεφο το αχνό
γύρω γύρω της πυκνώνει που σκορπάει το θυμιατό.
Αγρικάει την ψαλμωδία οπού εδίδαξεν αυτή·
βλέπει τη φωταγωγία στους Αγίους εμπρός χυτή.
Ποιοι είν' αυτοί που πλησιάζουν με πολλή ποδοβολή,
κι άρματ', άρματα ταράζουν; Επετάχτηκες εσύ!
Α, το φως που σε στολίζει, σαν ηλίου φεγγοβολή,
και μακρίθεν σπινθηρίζει, δεν είναι, όχι, από τη γη.
Λάμψιν έχει όλη φλογώδη χείλος, μέτωπο, οφθαλμός·
φως το χέρι, φως το πόδι, κι όλα γύρω σου είναι φως.
Το σπαθί σου αντισηκώνεις, τρία πατήματα πατάς,
σαν τον πύργο μεγαλώνεις, κι εις το τέταρτο κτυπάς.
Με φωνή που καταπείθει προχωρώντας ομιλείς:
«Σήμερ', άπιστοι, εγεννήθη, ναι, του κόσμου ο Λυτρωτής.
Αυτός λέγει, αφοκρασθείτε: "Εγώ ειμ' 'Αλφα, Ωμέγα εγώ·
πέστε, που θ' αποκρυφθείτε εσείς όλοι, αν οργισθώ;
Φλόγα ακοίμητην σας βρέχω, που, μ' αυτήν αν συγκριθεί
κείνη η κάτω οπού σας έχω, σαν δροσιά θέλει βρεθεί.
Κατατρώγει, ωσάν τη σχίζα, τόπους άμετρα υψηλούς,
χώρες, όρη από τη ρίζα, ζώα και δέντρα και θνητούς.
Και το παν το κατακαίει, και δεν σώζεται πνοή,
πάρεξ του άνεμου που πνέει μες στη στάχτη τη λεπτή"».
Κάποιος ήθελε ερωτήσει: Του θυμού Του εισ' αδελφή;
Ποιος είν' άξιος να νικήσει ή με σε να μετρηθεί;
Η γη αισθάνεται την τόση του χεριού σου ανδραγαθιά,
που όλην θέλει θανατώσει τη μισόχριστη σπορά.
Την αισθάνονται και αφρίζουν τα νερά, και τ' αγρικώ
δυνατά να μουρμουρίζουν σαν ρυάζετο θηριό.
Κακορίζικοι, πού πάτε του Αχελώου μες στη ροή
και πιδέξια πολεμάτε από την καταδρομή
να αποφύγετε; Το κύμα έγινε όλο φουσκωτό·
εκεί ευρήκατε το μνήμα πριν να ευρείτε αφανισμό.
Βλασφημάει, σκούζει, μουγκρίζει κάθε λάρυγγας εχθρού,
και το ρεύμα γαργαρίζει τες βλασφήμιες του θυμού.
Σφαλερά τετραποδίζουν πλήθος άλογα, και ορθά
τρομασμένα χλιμιντρίζουν και πατούν εις τα κορμιά.
Ποίος στο σύντροφον απλώνει χέρι, ωσάν να βοηθηθεί·
ποίος τη σάρκα του δαγκώνει όσο που να νεκρωθεί.
Κεφαλές απελπισμένες, με τα μάτια πεταχτά,
κατά τ' άστρα σηκωμένες για την ύστερη φορά.
Σβιέται -αυξαίνοντας η πρώτη του Αχελώου νεροσυρμή-
το χλιμίντρισμα και οι κρότοι και του ανθρώπου οι γογγυσμοί.
Έτσι ν' άκουα να βουίξει τον βαθύν Ωκεανό,
και στο κύμα του να πνίξει κάθε σπέρμα αγαρηνό!
Και εκεί πού 'ναι η Αγία Σοφία μες στους λόφους τους επτά,
όλα τ' άψυχα κορμία, βραχοσύντριφτα, γυμνά,
σωριασμένα να τα σπρώξει η κατάρα του Θεού,
κι απ' εκεί να τα μαζώξει ο αδελφός του Φεγγαριού.
Κάθε πέτρα μνήμα ας γένει, κι η Θρησκεία κι η Ελευθεριά
μ' αργό πάτημα ας πηγαίνει μεταξύ τους και ας μετρά.
Ένα λείψανο ανεβαίνει τεντωτό, πιστομητό,
κι άλλο ξάφνου κατεβαίνει και δεν φαίνεται, και πλιο
και χειρότερα αγριεύει και φουσκώνει ο ποταμός·
πάντα, πάντα περισσεύει· πολύ φλοίσβισμα και αφρός.
Α, γιατί δεν έχω τώρα τη φωνή του Μωυσή;
Μεγαλόφωνα την ώρα οπού εσβιούντο οι μισητοί,
το Θεόν ευχαριστούσε στου πελάου τη λύσσα εμπρός,
και τα λόγια ηχολογούσε αναρίθμητος λαός.
Ακλουθάει την αρμονία η αδελφή του Ααρών,
η προφήτισσα Μαρία, μ' ένα τύμπανο τερπνόν
και πηδούν όλες οι κόρες με τσ' αγκάλες ανοικτές,
τραγουδώντας, ανθοφόρες, με τα τύμπανα κι εκειές.
Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη που με βία μετράει τη γη.
Εις αυτήν, είν' ξακουσμένο, δεν νικιέσαι εσύ ποτέ·
όμως, όχι, δεν είν' ξένο και το πέλαγο για σε.
Το στοιχείον αυτό ξαπλώνει κύματ' άπειρα εις τη γη,
με τα οποία την περιζώνει, κι είναι εικόνα σου λαμπρή.
Με βρυχίσματα σαλεύει που τρομάζει η ακοή·
κάθε ξύλο κινδυνεύει και λιμνιώνα αναζητεί.
Φαίνετ' έπειτα η γαλήνη και το λάμψιμο του ηλιού,
και τα χρώματα αναδίνειτου γλαυκότατου ουρανού.
Δεν νικιέσαι, είν' ξακουσμένο, στην ξηράν εσύ ποτέ·
όμως όχι δεν είν' ξένο και το πέλαγο για σέ.
Περνούν άπειρα τα ξάρτια, και σαν λόγγος στριμωχτά
τα τρεχούμενα κατάρτια, τα ολοφούσκωτα πανιά.
Συ τες δύναμές σου σπρώχνεις, και αγκαλά δεν είν' πολλές,
πολεμώντας, άλλα διώχνεις, άλλα παίρνεις, άλλα καις.
Μ' επιθυμία να τηράζεις δύο μεγάλα σε θωρώ,
και θανάσιμον τινάζεις εναντίον τους κεραυνό.
Πιάνει, αυξαίνει, κοκκινίζει, και σηκώνει μια βροντή,
και το πέλαο χρωματίζει με αιματόχροη βαφή.
Πνίγοντ' όλοι οι πολεμάρχοι και δεν μνέσκει ένα κορμί·
χαίρου, σκιά του Πατριάρχη, που σε πέταξαν εκεί.
Εκρυφόσμιγαν οι φίλοι με τσ' εχθρούς τους τη Λαμπρή,
και τους έτρεμαν τα χείλη δίνοντάς τα εις το φιλί.
Κειες τες δάφνες που εσκορπίστε τώρα πλέον δεν τες πατεί,
και το χέρι οπού εφιλήστε πλέον, α, πλέον δεν ευλογεί.
'Ολοι κλαψτε· αποθαμένος ο αρχηγός της Εκκλησιάς·
κλάψτε, κλάψτε· κρεμασμένος ωσάν να 'τανε φονιάς!
'Εχει ολάνοικτο το στόμα π' ώρες πρώτα είχε γευθεί
τ' Άγιον Αίμα, τ' Άγιον Σώμα·λες πως θε να ξαναβγεί
η κατάρα που είχε αφήσει, λίγο πριν να αδικηθεί,
εις οποίον δεν πολεμήσει κι ημπορει να πολεμει
Την ακούω, βροντάει, δεν παύει εις το πέλαγο, εις τη γη,
και μουγκρίζοντας ανάβει την αιώνιαν αστραπή.
Η καρδιά συχνοσπαράζει. Πλην τι βλέπω; Σοβαρά
να σωπάσω με προστάζει με το δάκτυλο η θεά.
Κοιτάει γύρω εις την Ευρώπη τρεις φορές μ' ανησυχιά·
προσηλώνεται κατόπι στην Ελλάδα, και αρχινά:
«Παλληκάρια μου, οι πολέμοι για σας όλοι είναι χαρά,
και το γόνα σας δεν τρέμει στους κινδύνους εμπροστά.
Απ' εσάς απομακραίνει κάθε δύναμη εχθρική,
αλλά ανίκητη μια μένει που τες δάφνες σας μαδεί.
Μία, που όταν ωσάν λύκοι ξαναρχόστενε ζεστοί,
κουρασμένοι από τη νίκη, αχ, το νου σάς τυραννεί.
Η Διχόνοια που βαστάει ένα σκήπτρο η δολερή
καθενός χαμογελάει, "πάρ' το", λέγοντας, "και συ".
Κειο το σκήπτρο που σας δείχνει έχει αλήθεια ωραία θωριά·
μην το πιάστε, γιατί ρίχνει εισέ δάκρυα θλιβερά.
Από στόμα οπού φθονάει, παλληκάρια, ας μην πωθεί,
πως το χέρι σας κτυπάει του αδελφού την κεφαλή.
Μην ειπούν στο στοχασμό τους τα ξένη έθνη αληθινά:
"Εάν μισούνται ανάμεσό τους δεν τους πρέπει ελευθεριά".
Τέτοια αφήστενε φροντίδα· όλο το αίμα οπού χυθεί
για θρησκεία και για πατρίδα όμοιαν έχει την τιμή.
Στο αίμα αυτό, που δεν πονείτε για πατρίδα, για θρησκειά,
σας ορκίζω, αγκαλισθείτε σαν αδέλφια γκαρδιακά.
Πόσο λείπει, στοχασθείτε, πόσο ακόμη να παρθεί·
πάντα η νίκη, αν ενωθείτε, πάντα εσάς θ' ακολουθεί.
Ω ακουσμένοι εις την ανδρεία καταστήστε ένα Σταυρό
και φωνάξετε με μία: «Βασιλείς, κοιτάξτ' εδώ!»
Το σημείον που προσκυνάτε είναι τούτο, και γι' αυτό
ματωμένους μας κοιτάτε στον αγώνα το σκληρό.
Ακατάπαυστα το βρίζουν τα σκυλιά και το πατούν
και τα τέκνα του αφανίζουν και την πίστη αναγελούν.
Εξ αιτίας του εσπάρθη, εχάθη αίμα αθώο χριστιανικό,
που φωνάζει από τα βάθη της νυκτός: Να εκδικηθώ.
Δεν ακούτε, εσείς εικόνες του Θεού, τέτοια φωνή;
Τώρα επέρασαν αιώνες και δεν έπαυσε στιγμή.
Δεν ακούτε; Εις κάθε μέρος σαν του Άβελ καταβοά·
δεν ειν' φύσημα του αέρος που σφυρίζει εις τα μαλλιά.
Τι θα κάμετε; Θ' αφήστε να αποκτήσομεν εμείς
λευθεριάν, ή θα την λύστε εξ αιτίας πολιτικής;
Τούτο ανίσως μελετάτε ιδού εμπρός σας τον Σταυρό:
Βασιλείς, ελάτε, ελάτε, και κτυπήσετε κι εδώ!"».


Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014

NOCTURNE (SECRET GARDEN)



NOCTURNE (Τραγούδι των "Secret garden")



Άφησε την μέρα τώρα να κυλήσει
να φύγει μακρυά σου
μα σαν έρθει η νύχτα, θα σε προσέχει
βελούδινα μπλε, ήσυχα αληθινά.
Για να αγκαλιάσει την καρδιά και την ψυχή σου.
Μην κλάψεις, μην αναστενάξεις
δεν χρειάζεται να αναρωτιέσαι για τα γιατί.
Πάντα θα είσαι, πάντα θα βλέπεις 
όταν έρχεται η νύχτα και μαζί μου ονειρεύεσαι.
Καθώς η νύχτα θα πέφτει
και θα γεμίζεις απο όνειρα και επιθυμίες,
όταν θα κοιμάσαι σαν παιδί,
τόσο ζεστά,τοσο βαθιά....
Θα με βρεις εκεί...
Θα πετάξουμε, θα φτάσουμε ως τον ουρανό
και δεν θα χρειάζεται να ρωτάμε τα γιατί.
Πάντα θα είσαι, πάντα θα βλέπεις
όταν θα έρχεσαι να ονειρεύεσαι μια νύχτα μαζί μου.
Μόλις φανεί το σκοτάδι, θα μας δείξει τον δρόμο
και η νύχτα θα παραδωθεί στην μέρα.


NOCTURNE

Now let the day
Just slip away
So the dark night may watch over you
Velvet blue, silent true
It embraces your heart and your soul
 Never cry, never sigh
You don't have to wonder why.
Always be, always see
Come and dream the night with me
Have no fear
When the night draws near
And fills you with dreams and desire
Like a child asleep
So warm, so deep
You will find me there waiting for you
We will fly, claim the sky
We don't have to wonder why
Always be, always see
Come and dream the night with me
Though darkness lay
It will give way
When the dark night delivers the day


Δείτε παρακάτω τα σχετικά βίντεο.


 


 






ΘΛΙΨΗ ΒΑΛΚΑΝΙΚΗ ΠΟΥ ΖΑΛΙΚΩΘΗΚΑ… (Π. ΣΤΑΘΟΓΙΑΝΝΗΣ)




ΘΛΙΨΗ ΒΑΛΚΑΝΙΚΗ ΠΟΥ ΖΑΛΙΚΩΘΗΚΑ… (Του Πάνου Σταθόγιαννη)



Όταν πεθάνω,
έξι δισεκατομμύρια άνθρωποι θα βγουν και θα σταθούν αμίλητοι και θλιμμένοι στα κατώφλια των σπιτιών τους. Θα κρατούν τα χέρια τους σταυρωμένα κι αμήχανα - ρίζες κουτσουρεμένες τα δάχτυλα, μαύρα τα νύχια. Θα είναι όλοι τους τόσο θλιμμένοι, που ο ήλιος δε θα δει τα πρόσωπά τους εκείνη την ημέρα. Γιατί η θλίψη, ολόσωμη και τρομερή, θα τους ζουπάει τα κεφάλια - σκυφτοί να κάθονται, προσηλωμένοι. Να κοιτάνε κατάχαμα. Εκεί που κάποτε ευδόκησε η σκιά μου να γλιστρήσει, κρατώντας παραμάσχαλα αγάλματα και ρόδια κι ένα λογάκι λιγοστό, που όλοι το ’λέγαν Λόγο.
Καθυστερώντας κάμποσες φορές επίτηδες, τις κυρτωμένες απ’ τη θλίψη ράχες τους ν’ αγγίξει. Όπως συχνά γλιστρούσε και τους άγγιζε στα πιο καλά τους όνειρα,
τότε που βλέπανε
πως τα ’χανε μουντζώσει όλα ετούτα: τα σπίτια, τα παιδιά, το πάρε-δώσε της αγοράς (κι όλο με τους ριγμένους το ριζικό τους), τα μεροκάματα της θλίψης,
κι είχαν ανάσκελα ξαπλώσει στο παχύ χορτάρι να φουμάρουν, χαζεύοντας τα σύννεφα στον ουρανό ν’ αλλάζουν σχήματα ακαταπαύστως και να κυνηγιούνται
λαχανιασμένα,
μες στον ιδρώτα,
τρέμοντας,
κατά την Αρκαδία της πιο παιδικής τους ηλικίας. Που οι συμμαθητές της τη φωνάζανε Φανή κι είχε ένα γόνατο γδαρμένο και μία τρύπα με σπιθούρι στο βρακί της. Αλλά αμέτρητα τα θαύματα που υποσχόταν: παιχνίδια με εύγευστη λαδομπογιά, ένα βασίλειο όλο ξύλινα αμαξάκια, έναν μικρούλη Πάνα, δωδεκαετή, να τους κρατάει από το χέρι, όταν διαβαίνουν τα μεγάλα δάση. Ωραία πράγματα, υπέροχα,
όχι ετούτα τα γρανάζια
που τους εμάσησαν αργότερα, σαν το απρόσεκτο πουκάμισο. Και τους μασάνε ακόμα. Γιατί, μόλις βγούνε από το όνειρο (όπου συχνά ο ίσκιος μου είχε γλιστρήσει, καθότι, εν ζωή, σε τέτοια μέρη σύχναζε η αφεντιά μου) -
τέρμα το παχύ χορτάρι και τα δαχτυλίδια του καπνού, τέρμα τα καυλωμένα σύννεφα, τέρμα τα δώρα της Φανής.
Μονάχα τα γρανάζια, το σκισμένο ρούχο - αίμα και μηχανέλαιο στη μασημένη σάρκα.
Όταν πεθάνω,
έξι δισεκατομμύρια άνθρωποι θα βλαστημήσουνε τη θλίψη τους που τους εμπόδισε να ιδούν πόσο θλιμμένος ήμουν (εκτός από τον ίσκιο μου - τίποτα άλλο δεν είχα) εν μέσω του θλιμμένου πλήθους τους. Όμως τη θλίψη τους, όσο και να τη βλαστημήσουνε, να τη νικήσουν δε θα καταφέρουν.
Όταν πεθάνω,
θλιμμένη θα την πούνε την Παρασκευή.


(‘‘Νότια Θηρία’’, εκδόσεις Διεθνές Κέντρο Λογοτεχνών και Μεταφραστών Ρόδου, 2000)



Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014

CARUSO (L. DALLA)



CARUSO (Τραγούδι του Lucio Dalla)



Εδώ που η θάλασσα λαμπυρίζει και ο άνεμος φυσά δυνατά
πάνω σε μια παλιά ταράτσα μπροστά στον κόλπο του Σορέντο,
ένας άνδρας αγκαλιάζει μια κοπέλα, μετά αρχίζει να κλαίει,
έπειτα καθαρίζει τη φωνή του και ξαναρχίζει να τραγουδά.
Σε αγαπώ πάρα πολύ
μα τόσο τόσο πολύ, ξέρεις
τώρα πια μια αλυσίδα
που λιώνει το αίμα μέσα στις φλέβες, ξέρεις.
Είδε το φως στη μέση της θάλασσας
και σκέφτηκε τις νύχτες εκεί στην Αμερική,
αλλά ήταν μόνο οι βάρκες και η άσπρη γραμμή ενός έλικα...
Ένιωσε τον πόνο στη μουσική και σηκώθηκε από το πιάνο,
αλλά όταν είδε το φεγγάρι να έρχεται από ένα σύννεφο
ακόμη κι ο θάνατος φαινόταν γλυκός...
Κοίταξε στα μάτια του κοριτσιού,
εκείνα τα μάτια τα πράσινα όπως η θάλασσα,
έπειτα ξαφνικά ένα δάκρυ έτρεξε και πίστεψε ότι θα πνιγόταν.
Σε αγαπώ πάρα πολύ
μα τόσο τόσο πολύ, ξέρεις
τώρα πια μια αλυσίδα
που λιώνει το αίμα μέσα στις φλέβες, ξέρεις.
Δύναμη των στίχων όπου κάθε δράμα είναι ψεύτικο
που με λίγο μέικ απ και μίμηση μπορείς να γίνεις κάποιος άλλος,
αλλά δυο μάτια που σε κοιτάνε τόσο κοντά και πραγματικά
σε κάνουν να ξεχνάς τα λόγια μπερδεύοντας τις σκέψεις,
έτσι το καθετί γίνεται μικρό
ακόμη κι οι νύχτες εκεί στην Αμερική...
Γυρνάς και κοιτάς τη ζωή σου σαν μια γραμμή ενός έλικα
αλλά, ναι, είναι η ζωή που τελειώνει,
αλλά δεν το σκέφτεται και πολύ,
αντιθέτως ένιωθε πια ευτυχισμένος
και ξανάρχισε το τραγούδι του.
Σε αγαπώ πάρα πολύ
μα τόσο τόσο πολύ, ξέρεις
τώρα πια μια αλυσίδα
που λιώνει το αίμα μέσα στις φλέβες, ξέρεις.

 

CARUSO

Qui dove il mare luccica e tira forte il vento
su una vecchia terrazza davanti al golfo di Surriento
un uomo abbraccia una ragazza dopo che aveva pianto
poi si schiarisce la voce e ricomincia il canto.
Te voglio bene assaie
ma tanto tanto bene sai
h una catena ormai
che scioglie il sangue dint'e vene sai.
Vide le luci in mezzo al mare pensr alle notti l` in America
ma erano solo le lampare e la bianca scia di un' elica
senti il dolore nella musica si alzr dal pianoforte
ma quando vide la luna uscire da una nuvola
gli sembrr dolce anche la morte
guardr negli occhi la ragazza quegli occhi verdi come il mare
poi all'improvviso uscl una lacrima e lui credette di affogare.
Te voglio bene assaie
ma tanto tanto bene sai
h una catena ormai
che scioglie il sangue dint'e vene sai.
Potenza della lirica dove ogni dramma h un falso
che con un po' di trucco e con la mimica puoi diventare un altro
ma due occhi che ti guardano cosl vicini e veri
ti fan scordare le parole confondono i pensieri
cosl diventa tutto piccolo anche le notti l` in America
ti volti e vedi la tua vita come la scia di un'elica
ma sl h la vita che finisce ma lui non ci pensr poi tanto
anzi si sentiva gi` felice e ricomincir il suo canto.
Te voglio bene assaie
ma tanto tanto bene sai
h una catena ormai
che scioglie il sangue dint'e vene sai.


Δείτε τα παρακάτω σχετικά βίντεο.







 








ΤΙ ΓΥΡΕΥΩ (Ν. ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ)




ΤΙ ΓΥΡΕΥΩ (Του Ντίνου Χριστιανόπουλου)



Τι γυρεύω εγώ σ' αυτές τις νύχτες
οδεύοντας σε λασπωμένες ερημιές
μ' ένα απαίσιο συνάχι και το παπούτσι να με χτυπάει
και το φεγγάρι να μη λέει να κρυφτεί
κι η νύχτα να με σφίγγει απ' το λαιμό σαν τοκογλύφος -
τι γυρεύω εγώ αυτές τις νύχτες;

Τι γυρεύω εγώ σ' αυτούς τους δρόμους
που άγρια τους φορολογεί η νύχτα;
Ελεεινά υποκείμενα δυναστεύουν τις γειτονιές,
γεμίσαν καθάρματα τα ξεροπόταμα,
σπίτια που είδαν πολλούς ξυλοδαρμούς -
τι γυρεύω εγώ σ' αυτούς τους δρόμους;
Γυρεύω να επενδύσω την καρδιά μου∙
δεν τα αντέχω πια αυτά τα βλέμματα,
στοιβάχτηκαν πολλά παράπονα στα μάτια μου,
τα χαμόγελά μου πικρίζουν,
το πρόσωπό μου έγινε ολοκαύτωμα -
γυρεύω να επενδύσω την καρδιά μου...
     
         (από τη συλλογή "Ανυπεράσπιστος καημός"-1960)


Κυριακή 16 Μαρτίου 2014

ΙΧΝΗΛΑΣΙΑ Σ' ΕΝΑ ΣΤΙΧΟ (Ι. ΔΑΥΡΟΣ)




ΙΧΝΗΛΑΣΙΑ Σ' ΕΝΑ ΣΤΙΧΟ (Του Ιωάννη Δαύρου)



Για κάτι διπλό θα σας μιλήσω, άλλοτε τα πολλά αυξάνονται σε ένα
κι άλλοτε το ένα σε πολλά διαχωρίζεται.
Διπλή είναι η γέννα των θνητών, διπλή και η απώλειά τους,
από τη μιά όλων η συνένωση τη γέννηση φέρνει μαζί και τη φθορά,
και από την άλλη όταν ολοκληρωθεί φεύγει μακρυά καθώς χωρίζουν.
Κι αυτή η εναλλαγή δεν έχει τελειωμό,
άλλοτε η αγάπη ενώνει τα πράγματα και τα κάνει ένα,
και άλλοτε η αντίθεση τα χωρίζει.
Και όπως από τα πολλά μόνο το ένα φύεται,
από το ένα πάλι που διασπάται πολλά γίνονται.
17. Διπλή ιστορία θα σου πω.
Κάποτε απ' τα πολλά βγήκε το ένα
και μι' άλλη φορά
απ' το ένα τα πολλά.
Διπλή είναι η γέννηση των θνητών,
διπλή και η φθορά τους,
τη μία τη φέρνει και τη χαλάει η σύναξη των πραγμάτων,
την άλλη την θρέφει και τη σταματάει ο χωρισμός τους.
Κι αυτή η εναλλαγή δεν έχει τελειωμό,
άλλοτε η Φιλότητα ενώνει τα πράγματα και τα κάνει ένα,
και άλλοτε το Νείκος τα χωρίζει. - See more at: http://www.filoumenos.com/forum/viewtopic.php?f=102&t=740#sthash.AUFOmNpx.dpufΈτσι όσο έχουν μάθει ένα να γίνονται από τα πολλά,
Έτσι όλα γεννιούνται και υπάρχουν και δεν έχουν σταθερή ζωή∙
κι' όσο η αδιάκοπη αυτή εναλλαγή ποτέ δεν σταματάει,
τόσο αυτά υπάρχουν πάντοτε ακίνητα σε κύκλο.

                       (Εμπεδοκλέους "ΠΕΡΙ ΦΥΣΕΩΣ", στίχος 17)


Δισυπόστατες οντότητες
σε μοναδιαίες υπάρξεις πραγματωμένες,
διπλής κατεύθυνσης κινούμενα κύτταρα,
άτομα συνενούμενα, μόρια διασπώμενα,
ως μέρη σύνθεσης ενιαίας ολότητας
ολοκληρώνονται, ή διαιρούμενα
ασταμάτητα διαλύονται και ξαναγεννιώνται...
Έρωτα θεία πνοή, στη θάλασσα του απείρου
ενώνει τα μυστικά συστατικά της ύπαρξής μας
και μας γεννάει, στου χρόνου την τροχιά μας φέρνει,
σώματα ποτισμένα με εντροπίας διάλυση
κι' ο θάνατος να μας οδηγεί πάλι
στο μητρικό χάος της θάλασσας του απείρου,
ώσπου ένα κύμα της να μας ξαναγεννήσει,
στον όχθο της ζωής να μας ξεβράσει...
Με νυχτωμένο τον ουρανό του σύμπαντος κόσμου
εμείς κοιμισμένοι, μες το όνειρό μας να ζούμε,
ζωή ψευδαίσθηση που κρατάει όσο μιά νύχτα
και το ξημέρωμα θάνατος...
Δημιουργήματα ενότητας να γεννιόμαστε
κι' από τη θεία ενότητα συνεχώς να διαχωριζόμαστε,
δέσμιοι της φθοράς που μας αποσυνθέτει
για να μας ενώσει πάλι με το Ένα...
Η κυρίαρχη ενέργεια σ' ένα δίπολο,
σταθερό μοτίβο στο ρυθμό του σύμπαντος
και τα πάντα σ' αυτό να στροβιλίζονται...
Αλληλοσυμπληρούμενα αντίθετα
με έλξης κάλεσμα, σε υπερούσιας ενέργειας φλόγα
ενώνονται, το ένα γίνονται και το γεννούν...
Συν και πλην, αρσενικό και θηλυκό,
άντρας ουρανός, καταιγίδας βροχή και σπορά,
γυναίκα γη, δεκτική αγκαλιά και θεία μήτρα,
προαιώνιες πηγές που ενωμένες
το νερό της δημιουργίας αναβλύζουν...
Όντα έρμαια συνδυασμένων αντίθετων δυνάμεων
σε διαρκή εναλλαγή παραδομένα,
αγάπη και μίσος, έρωτας και πάθος,
ένωση και αντίθεση, δημιουργία και αποσύνθεση,
οι δύο όψεις αυτού που τα πάντα ορίζει
και μέσα στον άχρονο κύκλο
τα κάνει συνεχώς να υπάρχουν...



Παρασκευή 14 Μαρτίου 2014

ΜΕ ΛΕΝΕ... (Α. ΤΙΤΑΚΗ)




ΜΕ ΛΕΝΕ... (Της Αθηνάς Τιτάκη)



Με λένε Khaled και στη πατρίδα μου έχουμε πόλεμο και φτώχεια. Μια μέρα στο χωριό ένας γνωστός είπε πως ξέρει κάποιον που μπορεί να μας βοηθήσει. Είπε για μια ξένη χώρα, δε ξέρω που, μακριά, αλλά εκεί έχει δουλειές λένε κι υπάρχει ελπίδα. Ο Θεός είναι μεγάλος. Μάζεψα όλες μου τις οικονομίες, δανείστηκα κιόλας να πληρώσω το ταξίδι. Η γυναίκα μου έκλεγε την ώρα που 'φευγα και τα παιδιά μου με κοιτούσαν με τεράστια μάτια.
Νόμισα θα πεθάνω.
Στο φορτηγάκι στριμωχτήκαμε ένα σωρό και ταξιδέψαμε νύχτες και μέρες. Λίγο φαί, πολλά χνώτα, ζέστη, κρύο. Υπομονή, o Θεός είναι μεγάλος. Φτάσαμε στη θάλασσα. Πρώτη φορά είδα θάλασσα κι ήτανε ωραία. Είπαν πως κοντεύαμε και πήρα ανάσα. Ανεβήκαμε στη βάρκα νύχτα, ήταν και άλλοι που δεν ήξερα, ο ένας απάνω στον άλλο. Κανείς δεν ήξερε κολύμπι. Στην αρχή ήταν καλά, νανουρίστηκα. Μετά ο καιρός χάλασε.
Είπα θα πεθάνω.
Πατήσαμε χώμα και μας άφησαν. Κάποιοι μας πήραν για να πάμε στη πόλη. Πρώτη φορά είδα άλλους ανθρώπους και μεγάλα σπίτια, δρόμους. Ο Θεός είναι μεγάλος! Είπανε είναι η πρωτεύουσα. Θα μέναμε εδώ ώσπου να ξαναφύγουμε. Έχουν περάσει τρία χρόνια κι ακόμα περιμένω. Έγραψα στον πατέρα μου πως είμαι καλά, έστειλα και φωτογραφία να με δούνε τα παιδιά μου. Δουλειά δεν έχει. Παίρνω ότι μου δίνουν, λεφτά, φαί, κανένα ρούχο. Κι εδώ έχει φτώχεια. Κάποιες φορές έφαγα κι απ' τα σκουπίδια. Κι οι ντόπιοι τρώνε. Ντρέπομαι που το λέω αλλά τι...
Φοβάμαι μη πεθάνω. 



ΕΣΥ (TEN SHARP)




ΕΣΥ (Τραγούδι των TEN SHARP)



Για μένα είναι εντάξει
όσο εσύ
θα είσαι δίπλα μου.
Μίλα ή απλά μη λες τίποτα
δεν με πειράζει, το βλέμα σου ποτέ δεν λέει ψέμματα.
Πάντα βρισκόμουν υπό διωγμόν
ανακαλύπτοντας αυτό που έψαχνα
και πάντα ήμουν ανασφαλής
μέχρι που βρήκα...
Οι λέξεις δεν βγαίνουν εύκολα
ποτέ δεν έμαθα
να σου δείχνω τί έχω μέσα μου.
Ω, όχι μωρό μου...
Πάντα ήσουν υπομονετική
έβγαζες πάντα έξω ό,τι προσπαθούσα να κρύψω.
Πάντα βρισκόμουν υπό διωγμόν
ανακαλύπτοντας αυτό που έψαχνα
και πάντα ήμουν ανασφαλής
Μέχρι που βρήκα...
Εσύ, πάντα ήσουν στο μυαλό μου
εσύ, είσαι αυτή για την οποία ζούσα
εσύ, είσαι η φωτιά μου που καίει αιώνια
είσαι το αστέρι μου που λάμπει πάντα.
Η νύχτα πάντα είναι ένας καλός φίλος
ένα ποτήρι κρασί, και τα φώτα είναι χαμηλωμένα
ξαπλώνεις δίπλα μου, κι εγώ είμαι γεμάτος αγάπη
και γεμάτος ελπίδα...


You

It's all right with me
As long as you
Are by my side
Talk or just say nothing
I don't mind your looks never lie
I was always on the run
Finding out what I was looking for
And I was always insecure
Just until I found
Words often don't come easy
I never learned
To show you the inside of me
Oh no my baby
You were always patient
Dragging out what I try to hide
I was always on the run
Finding out what I was looking for
And I was always insecure
Until I found
You, you were always on my mind
You, you're the one I've been living for
You, you're my everlasting fire
You're my always shining star
The night's always a good friend
A glass of wine, and the lights are low
You lying beside me, me full of love
And filled with hope...



Δείτε τα σχετικά βίντεο παρακάτω.










Πέμπτη 13 Μαρτίου 2014

ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΛΟΦΟ (MONIKA)


 

 

ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΛΟΦΟ (Τραγούδι της Monika)



Γιατί; Πες μου γιατί;
Δεν μου τηλεφωνείς πια,
δεν με θες πια;
Μαύρα,όλα είναι μαύρα
είναι το χρώμα της καρδιάς μου,
είναι το χρώμα των ματιών μου.
Αλλά είμαι εδώ, ναι είμαι εδώ
όλοι φαίνεται να σημαίνουν τόσα πολλά,
όλοι φαίνεται να πιστεύουν ότι είμαι καλά.
Αργά, είναι πολύ αργά....
Τιμωρώ τον εαυτό μου
με το να παραδέχομαι ότι είναι αργά.
Γέλα, μπορείς να γελάς
μπορείς να γελάς για μέρες μαζί μου
μπορείς να με φτύσεις αν θες.
Γιατί είμαι εδώ, είμαι ακόμα εδώ
όλοι φαίνεται να σημαίνουν τόσα πολλά
όλοι φαίνεται να πιστεύουν ότι είμαι καλά.
Κοίτα με, υπήρχαν πιο πολλά να δεις
υπήρχαν περισσότερα για να είσαι υπερήφανος...



OVER THE HILL

Why? Tell me why?
You don’t call me anymore,
don’t you want me anymore?
Black, it’s all black
it’s the color of my heart
it’s the color of my eyes.
But I’m here, yes, I’m here
everybody seems to mean so much
everybody seems to think I’m fine.
Late, it’s too late…
I am punishing myself
by admitting it’s too late.
Laugh, you may laugh
you can laugh at me for days,
you may spit at me if you want.
Cause I’m here, I’m still here
everybody seems to mean so much
everybody seems to think I’m fine.
Look at me, there were more to see
there were more to be proud of…



Δείτε τα παρακάτω σχετικά βίντεο.
 









Δευτέρα 10 Μαρτίου 2014

ΓΙΑ ΤΟΝ ΛΙΑΝΤΙΝΗ... (Β. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ)




ΓΙΑ ΤΟΝ ΛΙΑΝΤΙΝΗ... (Απόσπασμα από το "Καπέλα του πελάγους" του Βασίλη Αναγνωστόπουλου)


Μισώ τον Εμπεδοκλή, τον Ακραγαντίνο
που βάφτισε το θάνατό του στη λάβα της Αίτνας.
Και τον Οιδίποδα μισώ, τον Αθηναίο,
που αυτοθέλητα κι αυτός,
έτσι τυφλός,
αγωνίστηκε στις χαράδρες του Κιθαιρώνα.


Τους μισώ
κι όσο ζω η καρδιά μου θα κλαίει
γιατί στάθηκαν μοιραίοι
στην απόφαση του φίλου μου
να χαράξει το δικό του "ορειπορικό",
τη δική του ανάβαση στον Ταΰγετο.


Α, υμνημένο και θείο βουνό!
Πώς μπορώ να σ' αντικρίζω
και να μη σπαράζει η ψυχή μου;

Το βλέμμα μας πληγωμένο ελάφι
βολοδέρνει στις πλάνες ρωγμές σου,
στη νεφέλη της βαριάς αναπνοής σου!





ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΠΟΙΗΣΗ (Δ. ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ)




ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΠΟΙΗΣΗ (Απόσπασμα από το "ΕΞΥΠΝΟΝ ΕΝΥΠΝΙΟΝ" του Δημήτρη Λιαντίνη)



Ενός ποιητικού έργου η φιλοσοφική ερμηνεία ση-μαίνει μια προσπάθεια, στην οποία αναγνωρίζεται εξ υπαρχής η εμπλοκή στους αντινομικούς του πνεύματος σχηματισμους.

Το αληθές και το ωραίο αποτελούν πληρώματα ομόλογα και συνεργά στην ενική ολότητα του όντος. Η οντολογική τους όμως αυτοτέλεια επιτρέπει να υψωθούν στη σύνθεση μόνο μετά τη διαλεκτική τους αναμέτρηση. Αναγκαία η ερμηνευτική συσχέτιση φιλοσοφίας και ποίησης πραγματοποιείται σε μια πολεμική ζώνη αμφίπληκτη.

Της παρούσας εργασίας αυτή είναι η την οποία αντιμετωπίζει δυσκολία.

Παρότι φιλοσοφία και ποίηση κατατείνουν σε στόχο κοινό, δηλαδή στην από τον άνθρωπο γνωστική κατάκτηση του όντος, φαίνεται ότι υποπτεύουν η μία την άλλη, στην ανώτερη τουλάχιστον λειτουργική τους σφαίρα.

Η απλοϊκή φιλοσοφία αδιαφορεί κατά κανόνα στις ετεροφυείς αισθητικές παρεισδύσεις. Και η απλοϊκή ποίηση πολλές φορές διδάσκει και γνωμολογεί με ευσχημία σχολαστική. Εφ’ όσον όμως και οι δύο υπηρετούν την ανάγκη του πνεύματος με γνησιότητα και ευθύνη, αποκρούουν σταθερά τη συνάντηση. Το διαλλακτικό «τόσον … όσον» υποτάσσεται στο αμείλικτο «είτε … είτε».

Ότι η φιλοσοφία δεν εξαρκεί στη γνωστική κατάκτηση του όντος καθορίζεται από την ανάγκη, να μένει ανεπιτέλεστος ο αγώνας, που διεξάγεται στο υποκείμενο για τη συμφιλίωση του νοείν και του Είναι.

Ότι και η ποίηση δεν εξαρκεί στη γνωστική κατάκτηση του όντος καθορίζεται από τη φύση του μέσου, με το οποίο επιχειρεί να εκπορθήσει το ον. Διότι το μέσον της ποίησης δεν είναι το νοείν.

Η μεγάλη ποίηση δεν ένοιωσε ποτέ την έλλειψη της φιλοσοφίας. Αλλά και η εναντίωση της φιλοσοφίας προς την ποίηση, που εμφανίζεται στον Ησίοδο και τον Πλάτωνα, στον ι. Αυγουστίνο και τον Kierkergaard, στον Κομφούκιο και το Nietzsche – για να σταθεί κανείς σε παραδείγματα – κατοπτρίζει την βέβαιη υποψία των φιλοσόφων για την κίβδηλη επιχείρηση των ποιητών.

Παρά ταύτα σε μια υψηλότερη περιοχή κατανόησης – την πιο υψηλή – όπου το αληθές και το ωραίο συναιρούνται σε ενότητα αόριστη, για την ανθρώπινη ύπαρξη απειλητική και επικίνδυνη, η φιλοσοφία και η ποίηση συμπλησιάζουν και συνεννοούνται. Ο ποιητικός φιλόσοφος κατανεύει στο φιλοσοφικό ποιητή.

Εφ’ όσον η φιλοσοφία απόφυγε προνοητικά να οδηγήσει σε τέλος τον αγώνα για την κατάκτηση του όντος, απότυχε βέβαια και καθ’ οδόν εχάθηκε. Αλλ’ αφήκε ανοικτή τη δυνατότητα και αλώβητο τον πόθο για το ον. Αυτό συνέβηκε με τους Έλληνες έως την εποχή του Αριστοτέλη. Το φιλοσοφείν εξέλιπε και των φιλοσόφων ο άθλος απόμεινε στην ημιτελή διαδικασία του συντελεσμού. Το νικητήριο τέλος του αγώνα τους δεν επέπρωτο να το χαρούν και να το ιδούν, καθώς ο μυθικός γενάρχης τους ο Ηρακλής δεν πρόφτασε να γιορτάσει την νίκη του τελευταίου άθλου του, αλλά εχάθηκε ενώ τον εκτελούσε.

Η νεώτερη φιλοσοφία διάπραξε το λάθος να εκβιάσει το τέλος του αγώνα για την κατάκτηση του όντος και εξέπεσε στο σύστημα. Το αποτέλεσμα εστάθηκε να κερδίσει κακεκτικό το είδωλο του όντος και να διασπάσει μικρόψυχα την ενιαία της υπόσταση στα μη ικανά τρίμματα των επιστημών.

Το λάθος ήταν τόσο βαρύ, ώστε της φιλοσοφίας ο θάνατος δεν ήταν δυνατό να παραβληθεί διαφορετικά, παρά μόνο με το θάνατο του Θεού (1881 Nietzsche). Αντί δηλαδή για το Είναι, το σώμα, εκέρδισε το είδωλο του Είναι, το πτώμα. Ενωρίτερα ήδη ο Kierkegaard στιγματίζοντας την αισχυντηλή εκτροπή παράβαλε το σύστημα με τη σκέψη, στην οποία έλειπε ο σκεπτόμενος, και στη θεωρητική φιλοσοφία είδε το γιατρό, που μαζί με τον πυρετό εξαφάνισε και τον άρρωστο. Η φράση του Δημόκριτου



νεκρόν ιατρεύειν


εζωντάνεψε στο στόμα του Kierkegaard για να νεκρολογήσει το θνησιμαίο πνεύμα της εποχής του.

Το μεγάλο πρόβλημα που εβασάνισε το Rembrandt στην «Ανατομία» ήταν να δώσει τον τρόπο στο δόκτορα Tulp να κάνει το μάθημά του πάνω σ’ ένα αντικείμενο, το οποίο να είναι ακέραιο. Αλλά στο πτώμα αναγκαία απουσιάζει ο θάνατος και ανατομία δεν ημπορεί να γίνει πάνω στο σώμα. Την δραματική θέση του Rembrandt ώριζε η ανάγκη ν’ αποφύγει, ό,τι ακριβώς εχρειαζόταν.

Το ίδιο τραγικό αδιέξοδο χαρακτηρίζει τη γνήσια ποίηση και τη γνήσια φιλοσοφία. Προκειμένου για τη θεώρηση του όλου η μία έχει μόνο το πτώμα και της είναι αχρηστευμένο, η άλλη έχει μόνο το σώμα και της είναι απαγορευμένο.

Το αποκλειστικό γνώρισμα στην ποίηση του Rilke είναι η αγωνία του να διασώσει στο αντικείμενο που ερευνά ταυτόχρονη την παρουσία της ζωής και του θανάτου στη φυσική αναλογία τους.

Η φιλοσοφία και η ποίηση θεραπεύουν το πνεύμα και κινιούνται αντίστοιχα στις περιοχές του αληθούς και του ωραίου. Η δυσκολία που παρακολουθεί το έργο του ποιητικού φιλόσοφου, συμπίπτει με τη δυσκολία στο έργο του φιλοσοφικού ποιητή.

Την τυπολογική διαφορά των δύο καθορίζει η παραπληρωματική δόμηση των διαφορετικών μεθόδων. Το δευτερεύον στο φιλόσοφο είναι πρωτεύον για τον ποιητή και αντίστροφα.

Η αδυναμία και των δύο να κατακτήσουν το ον ημπορεί να διατυπωθεί αρνητικά και θετικά:

Η φιλοσοφία θα έφθανε στο ον, αν κάτεχε και το καλό. Το καλό αν δεν της απόμενε μόνο, στο ον θα έφθανε κι η ποίηση.

Η ποίηση θα έφθανε στο ον, αν κάτεχε και το αληθές. Το αληθές αν δεν της απόμενε μόνο, στο ον θα έφθανε και η φιλοσοφία.


Παρά τη χρήση και των δύο δυνατοτήτων από τον άνθρωπο, το ον παραμένει ακατάκτητο. Μέσα στο χρόνο (αεί) ισχύει ο απαίσιος λόγος του Αριστοτέλη ( εφ’ ω απαίσιος, διό προφητικός) με τον οποίο καθορίστηκε στον αιώνα η προσπάθεια του ανθρώπου ως αποτυχία:



Το ον το αεί ζητούμενον και αεί απορούμενον.


Η φιλοσοφία κερδίζει διαυγές το είδωλο του όντος. Η ποίηση κερδίζει αόριστο το Είναι του όντος.

Το σύμμικτο αποτέλεσμα οφείλεται στην αναγκαία συζυγία της πληρότητας (διαυγές Είναι) και της έλλειψης (θολόν Είδωλο).

Το σύμμικτο αποτέλεσμα της φιλοσοφίας και της ποίησης σε συνάρτηση με τον ανθρώπινο πόθο για την κατάκτηση του όντος εμφανίζεται μεταμορφωμένο στην αναγκαιότητα του αγαθού. Το αγαθό είναι προϊόν των συγκλινουσών του αληθούς και του ωραίου επί του οντολογικού πεδίου των δυνατοτήτων του ανθρώπου.

Την περιοχή του αγαθού, που ορίζεται μεταξύ των απαρχών της ελπίδας και της απελπισίας ή μεταξύ των απαρχών του δυνατού και του αδύνατου, ονομάζει ο Πίνδαρος «έμπρακτον μαχανάν» και την συνιστά στον άνθρωπο ως τον τελικό σκοπό του πρακτικού του χρέους, καθώς αποτρέπει τούτον από τη θήρευση του θεϊκού βίου.

Στην ίδια περιοχή κινείται και ο ποιητικός κόσμος του Rilke, το ενδοσύμπαν.

Εάν ήταν δυνατό να ευρεθεί ένας τρίτος ανθρώπινος τύπος – ως ζητητής του όντος – επάνω από τους φιλοσόφους και τους ποιητές, που να μεταχειρισθεί το διαυγές μόνο της φιλοσοφίας και το Είναι μόνο της ποίησης, ο ζητητής αυτός θα μας οδηγούσε ασφαλώς στην απόλυτη γνώση. Διότι θα εκινιόταν στη διάσταση της πληρότητας.

Αλλά αυτόν τον τρίτο τύπο απόκλεισε πρώιμα η ανθρωπολογία της προσωκρατικής φιλοσοφίας και όψιμα η σύγχρονη ποίηση.

Ο Ηράκλειτος όρισε το βίο του ανθρώπου ως το θάνατο του θεού και αντίστροφα.

Ο Rilke περιέγραψε τον ανθρώπινο βίο ως την άρρητη θέση του επίπονου Πουθενά, που μεταπίπτει αέναα από το ακήρατο Ελάχιστο στο κενό Πλείστο.

Είναι δυνατό να αναφέρουμε ως ποιητικούς φιλοσόφους – για να σταθεί κανείς σε παραδείγματα – τον Πλάτωνα, τον ι. Αυγουστίνο και τον Bergson, ως φιλοσοφικούς ποιητές τον Αισχύλο, τον Dante και τον Holderin.

Ο Ηράκλειτος και ο Rilke δεν είναι ούτε ποιητικοί φιλόσοφοι, ούτε φιλοσοφικοί ποιητές. Διότι είναι κάτι περισσότερο και από φιλόσοφοι και από ποιητές. Είναι οι εχέφρονες αγωνιστές στην υπηρεσία μιας ανέφικτης δυνατότητας και φέρονται ως άρρητα φαινόμενα ορμής προς τη διάσπαση των ανθρωπίνων ορίων, ενώ τους κυβερνά η ήρεμη συνείδηση, ότι τα ανθρώπινα όρια δεν υπερβαίνονται.

Η δραματική ένταση της «Ανατομίας του δόκτορος Tulp», που στον πίνακα του Rembrandt εμφανίζεται με φύση «μιμητική», σ’ αυτούς, εξ αιτίας του τρόπου ζωής των, έχει φύση «φυτουργική».

Βεβαίως δεν ημπόρεσαν να πραγματοποιήσουν τον τρίτο τύπο ζητητού, αλλά επέτυχαν να κρατήσουν την ζωή τους σε μια νέα διάσταση, ένα σημείο ακριβέστερα (ά – τοπος τόπος), ανάμεσα στο Είναι και το μη – Είναι. Τη διάσταση αυτή την ονομάζουμε το δυνατό Αδύνατο.




Ο ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ ΜΙΛΑΕΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ...




ΛΙΓΟΥΣ ΜΗΝΕΣ ΠΡΙΝ "ΦΥΓΕΙ", Ο ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ, ΣΕ ΔΙΑΛΕΞΗ ΤΟΥ, ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΙ, ΜΙΛΑΕΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ...


Έχω... πάω να αναφερθώ σε μία προσωπική περίπτωση. Έχω μιά μανούλα, γιαγιά ογδόντα έξι χρονών, άγιος άνθρωπος. Έχω μιά γυναίκα, σπουδαία γυναίκα, η γυναίκα μου. Διδάσκει σε ένα από τα μεγαλύτερα πανεπιστήμια της Γερμανίας αυτή την εποχή. Κι έχω μιά κορούλα, ένα γαλάζιο βλαστάρι. Διοτίμα, η κόρη μου. Λοιπόν. Σε σχέση μ'αυτό που είπατε. Λέω, σας δίνω ένα δείγμα πώς έχω αναθρέψει το δικό μου παιδί, εντελώς φυσικά και αβίαστα.
Εάν υποθέσουμε ότι εγώ πεθαίνω αυτή τη στιγμή. Με χτυπάει ένας νταμπλάς, ένας, μια ανακοπή που λέτε, ισοηλεκτρική γραμμή στο μόνιτορ. Ούτε (φάρμακα,) ούτε απινιδωτές. τέζα ο γέρος που λέει ο λαός. Πεθαίνω. Κάποιος θα τους πάει την αγγελία την πένθιμη.
Ξέρω πώς θα αντιδράσουνε και θα σας πω. Θα σας το πω με ένα σχήμα δηλαδή. Γιατί ακριβώς έχει μπει στο σωστό δρόμο το παιδί. Θα μου απευθύνουνε μία στροφή. Την ακόλουθη.

Πέθανε ο πατερούλης, έτσι με λέει η κόρη μου. Ο πατερούλης. Θα μου πει:

Εγώ για το χατίρι σου τρεις βάρδιες είχα βάλει.
Είχα τον ήλιο στα βουνά και τον αϊτό στους κάμπους
και το βοριά το δροσερό τον είχα στα καράβια.
Μα ο ήλιος εβασίλεψε κι ο αϊτός αποκοιμήθη
και το βοριά το δροσερό τον πήραν τα καράβια.
Κι έτσι του δόθηκε καιρός του Χάρου και σε πήρε.


Κυριαρχημένα αισθήματα, δηλαδή, πειθαρχημένα.
Με οδύνη, με γνώση και με πόνο, αλλά όχι με αφασία συναισθηματική.
Κι εγώ σ’ αυτή τη στροφή, ξέρουν ότι θα απαντούσα με μια άλλη αντιστροφή, την ακόλουθη:
Εδώ είναι ο λαός μας, το λαό μας στεφανώνω, παίρνοντας αφορμή. Ακούστε τι λέει ο λαός μας:

Τρεις αντρειωμένοι εβούλησαν να βγουν από τον Άδη.
Ο ένας το Μάη θέλει να βγει, κι ο άλλος τον Αλωνάρη.
Κι ο Δήμος τ’ αγια – Δημητριού ν’ ανοίξει γιοματάρι.
Μια λυγερή τους άκουσε, γυρεύει να την πάρουν.
- Κόρη, βροντούν τ’ ασήμια σου, το φελλοκάλιγό σου,
και τα χρυσά γιορντάνια σου, θα μας ακούσει ο Χάρος.


Θέλω να πω αυτός είναι ο τρόπος ο σωστός, που ο λαός μας, προτού τον διαφθείρουμε εμείς με τούτα τα αήθη ήθη και με την παιδεία μας κτλ, έτσι δεχότανε τον θάνατο. Και τον πόνο του και τον καημό του τον έκανε αυτά τα ωραία τραγούδια.




Δείτε παρακάτω το σχετικό ντοκουμέντο (κάνοντας "κλικ" στο σύνδεσμο).


ΒΙΝΤΕΟ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ