ΜΕ ΛΕΝΕ... (Της Αθηνάς Τιτάκη)
Με
λένε Khaled και στη πατρίδα μου έχουμε πόλεμο και φτώχεια. Μια μέρα στο
χωριό ένας γνωστός είπε πως ξέρει κάποιον που μπορεί να μας βοηθήσει.
Είπε για μια ξένη χώρα, δε ξέρω που, μακριά, αλλά εκεί έχει δουλειές
λένε κι υπάρχει ελπίδα. Ο Θεός είναι μεγάλος. Μάζεψα όλες μου τις
οικονομίες, δανείστηκα κιόλας να πληρώσω το ταξίδι. Η γυναίκα μου έκλεγε
την ώρα που 'φευγα και τα παιδιά μου με κοιτούσαν με τεράστια μάτια.
Νόμισα θα πεθάνω.
Στο φορτηγάκι στριμωχτήκαμε ένα σωρό και ταξιδέψαμε νύχτες και μέρες. Λίγο φαί, πολλά χνώτα, ζέστη, κρύο. Υπομονή, o Θεός είναι μεγάλος. Φτάσαμε στη θάλασσα. Πρώτη φορά είδα θάλασσα κι ήτανε ωραία. Είπαν πως κοντεύαμε και πήρα ανάσα. Ανεβήκαμε στη βάρκα νύχτα, ήταν και άλλοι που δεν ήξερα, ο ένας απάνω στον άλλο. Κανείς δεν ήξερε κολύμπι. Στην αρχή ήταν καλά, νανουρίστηκα. Μετά ο καιρός χάλασε.
Είπα θα πεθάνω.
Πατήσαμε χώμα και μας άφησαν. Κάποιοι μας πήραν για να πάμε στη πόλη. Πρώτη φορά είδα άλλους ανθρώπους και μεγάλα σπίτια, δρόμους. Ο Θεός είναι μεγάλος! Είπανε είναι η πρωτεύουσα. Θα μέναμε εδώ ώσπου να ξαναφύγουμε. Έχουν περάσει τρία χρόνια κι ακόμα περιμένω. Έγραψα στον πατέρα μου πως είμαι καλά, έστειλα και φωτογραφία να με δούνε τα παιδιά μου. Δουλειά δεν έχει. Παίρνω ότι μου δίνουν, λεφτά, φαί, κανένα ρούχο. Κι εδώ έχει φτώχεια. Κάποιες φορές έφαγα κι απ' τα σκουπίδια. Κι οι ντόπιοι τρώνε. Ντρέπομαι που το λέω αλλά τι...
Φοβάμαι μη πεθάνω.
Νόμισα θα πεθάνω.
Στο φορτηγάκι στριμωχτήκαμε ένα σωρό και ταξιδέψαμε νύχτες και μέρες. Λίγο φαί, πολλά χνώτα, ζέστη, κρύο. Υπομονή, o Θεός είναι μεγάλος. Φτάσαμε στη θάλασσα. Πρώτη φορά είδα θάλασσα κι ήτανε ωραία. Είπαν πως κοντεύαμε και πήρα ανάσα. Ανεβήκαμε στη βάρκα νύχτα, ήταν και άλλοι που δεν ήξερα, ο ένας απάνω στον άλλο. Κανείς δεν ήξερε κολύμπι. Στην αρχή ήταν καλά, νανουρίστηκα. Μετά ο καιρός χάλασε.
Είπα θα πεθάνω.
Πατήσαμε χώμα και μας άφησαν. Κάποιοι μας πήραν για να πάμε στη πόλη. Πρώτη φορά είδα άλλους ανθρώπους και μεγάλα σπίτια, δρόμους. Ο Θεός είναι μεγάλος! Είπανε είναι η πρωτεύουσα. Θα μέναμε εδώ ώσπου να ξαναφύγουμε. Έχουν περάσει τρία χρόνια κι ακόμα περιμένω. Έγραψα στον πατέρα μου πως είμαι καλά, έστειλα και φωτογραφία να με δούνε τα παιδιά μου. Δουλειά δεν έχει. Παίρνω ότι μου δίνουν, λεφτά, φαί, κανένα ρούχο. Κι εδώ έχει φτώχεια. Κάποιες φορές έφαγα κι απ' τα σκουπίδια. Κι οι ντόπιοι τρώνε. Ντρέπομαι που το λέω αλλά τι...
Φοβάμαι μη πεθάνω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου