Πάντα,
μα πάντα το γαλανό χρώμα
βρίσκει τον τρόπο
να μου διαταράξει
τις αναμνήσεις από το αντάρτικο.
Τότε που πολεμούσα τη σκιά μου,
μόνο
και μόνο
για να διασώσω την παράνοιά μου…
Το γαλανό χρώμα έχει το
χάρισμα
να μου διαλύει την αυταπάτη
ότι τα ύψη είναι εχθροί μου.
Να τρέξω να προλάβω
τα λούτρινα βράχια
προτού να λιώσουν.
Να προφτάσω
να κρατήσω
την άσπρη πέτρα σφιχτά
προτού την ποδοπατήσουν
οι διχαλωτές
σαγιονάρες
του πολιτισμού…
Μαυρίζει το δέρμα μου
για να μη
μαυρίσει η ψυχή μου.
Ο μεγαλύτερος δείκτης προστασίας
είναι η αγκαλιά
ενός φίλου.
Ο ήλιος ανοίγει διάλογο
με το πρόσωπό μου
– θέλω δε θέλω.
Περιμένω να πάρω
την εκδίκησή μου
λίγο μετά τις οκτώμιση.
Ηδονίζομαι να
τον βλέπω να δύει.
Απ΄ το πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου,
απ΄ το μπαλκόνι,
απ΄ οπουδήποτε…
- Πέσε… πέσε…
λέω από μέσα μου.
Σήμερα μου επεφύλασσε έκπληξη.
Έδυσε όντας – σχεδόν – τετράγωνος.
Τουλάχιστον στη φαντασία μου.
Σα να ΄θελε να μου χαλάσει
την ικανοποίηση
να τον βλέπω να πέφτει…
Σα να ΄θελε να με κάνει
να τον σκέφτομαι μέχρι
να τον ξαναδώ να εμφανίζεται.
Το δέρμα δεν μπορεί να μαυρίσει
μετά τη δύση του ήλιου.
Η ψυχή όμως μπορεί…
Ο Θ. ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ ΜΙΛΑΕΙ ΣΤΗ ΠΝΥΚΑ ΣΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΟΥ ΚΑΙ ΔΙ' ΑΥΤΩΝ ΑΠΕΥΘΥΝΕΤΑΙ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ...
Εις τον τόπο τούτο, οπού εγώ πατώ σήμερα, επατούσαν και εδημηγορούσαν τον παλαιό καιρό άνδρες σοφοί, και άνδρες με τους οποίους δεν είμαι άξιος να συγκριθώ και ούτε να φθάσω τα ίχνη των. Εγώ επιθυμούσα να σας ιδώ, παιδιά μου, εις την μεγάλη δόξα των προπατόρων μας, και έρχομαι να σας ειπώ, όσα εις τον καιρό του αγώνος και προ αυτού και ύστερα απ' αυτόν ο ίδιος επαρατήρησα, και απ' αυτά να κάμωμε συμπερασμούς και δια την μέλλουσαν ευτυχίαν σας, μολονότι ο Θεός μόνος ηξεύρει τα μέλλοντα. Και δια τους παλαιούς Έλληνας, οποίας γνώσεις είχαν και ποία δόξα και τιμήν έχαιραν κοντά εις τα άλλα έθνη του καιρού των, οποίους ήρωας, στρατηγούς, πολιτικούς είχαν, δια ταύτα σας λέγουν καθ' ημέραν οι διδάσκαλοί σας και οι πεπαιδευμένοι μας. Εγώ δεν είμαι αρκετός. Σας λέγω μόνον πως ήταν σοφοί, και από εδώ επήραν και εδανείσθησαν τα άλλα έθνη την σοφίαν των...
...Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πως δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε «πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα», αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση...
...Εγώ, παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, εξ αιτίας των περιστάσεων, έμεινα αγράμματος και δια τούτο σας ζητώ συγχώρηση, διότι δεν ομιλώ καθώς οι δάσκαλοι σας. Σας είπα όσα ο ίδιος είδα, ήκουσα και εγνώρισα, δια να ωφεληθήτε από τα απερασμένα και από τα κακά αποτελέσματα της διχονοίας, την οποίαν να αποστρέφεσθε, και να έχετε ομόνοια. Εμάς μη μας τηράτε πλέον. Το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε. Και αι ημέραι της γενεάς, η οποία σας άνοιξε το δρόμο, θέλουν μετ' ολίγον περάσει. Την ημέρα της ζωής μας θέλει διαδεχθή η νύκτα του θανάτου μας, καθώς την ημέραν των Αγίων Ασωμάτων θέλει διαδεχθή η νύκτα και η αυριανή ήμερα. Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, οπού ημείς ελευθερώσαμε...
(Αποσπάσματα της ομιλίας από την εφημερίδα "ΑΙΩΝ" 13/11/1838)
ΜΕΡΕΣ ΙΟΥΛΗ, ΠΡΙΝ 86 ΧΡΟΝΙΑ, ΑΥΤΟΚΤΟΝΗΣΕ Ο ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ.
Τέτοιες μέρες του καλοκαιριού ήσαν και τότε που βρέθηκε νεκρός από αυτοπυροβολισμό ο τραγικός αυτόχειρας ποιητής Κ. Καρυωτάκης... Πάνω του βρέθηκε και το παρακάτω σημείωμα...
"Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα
στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά
μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περσότερες να
μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία, όμως, πράξη που μου αποδίδεται τη
μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε
είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το
παρελθόν μου πείθει γι' αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική.
Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με
πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό
στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους ή εθεώρησαν την
ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα
περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ' αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα
όλες τις χαρές !!! είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι
τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με
το μέτωπο ψηλά. Ήμουν άρρωστος. Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να
προδιαθέση την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός
Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας.
[Υ.Γ.] Και για ν'
αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε
ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε, επί δέκα ώρες,
εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να
καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ορισμένως, κάποτε,
όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου."
Τι όμορφη που είσαι.
Με τρομάζει η ομορφιά σου. Σε πεινάω. Σε διψάω.
Σου δέομαι:
Κρύψου, γίνε αόρατη για όλους, ορατή μόνο σ' εμένα.
Καλυμμένη απ' τα μαλλιά ως τα νύχια των ποδιών με σκοτεινό διάφανο πέπλο
διάστικτο απ' τους ασημένιους στεναγμούς εαρινών φεγγαριών.
Οι πόροι σου εκπέμπουν φωνήεντα, σύμφωνα ιμερόεντα.
Αρθρώνονται απόρρητες λέξεις. Τριανταφυλλιές εκρήξεις απ' τη πράξη του έρωτα.
Το πέπλο σου ογκώνεται,
λάμπει πάνω απ' τη νυχτωμένη πόλη με τα ημίφωτα μπαρ, τα ναυτικά οινομαγειρεία.
Πράσινοι προβολείς φωτίζουνε το διανυκτερεύον φαρμακείο.
Μια γυάλινη σφαίρα περιστρέφεται γρήγορα δείχνοντας τοπία της υδρογείου.
Ο μεθυσμένος τρεκλίζει σε μια τρικυμία φυσημένη απ' την αναπνοή του σώματός σου.
Μη φεύγεις. Μη φεύγεις. Τόσο υλική, τόσο άπιαστη.
Ένας πέτρινος ταύρος πηδάει απ' το αέτωμα στα ξερά χόρτα.
Μια γυμνή γυναίκα ανεβαίνει τη ξύλινη σκάλα κρατώντας μια λεκάνη με ζεστό νερό.
Ο ατμός της κρύβει το πρόσωπο.
Ψηλά στον αέρα ένα ανιχνευτικό ελικόπτερο βομβίζει σε αόριστα σημεία.
Φυλάξου. Εσένα ζητούν. Κρύψου βαθύτερα στα χέρια μου.
Το τρίχωμα της κόκκινης κουβέρτας που μας σκέπει, διαρκώς μεγαλώνει.
Γίνεται μια έγκυος αρκούδα η κουβέρτα.
Κάτω από τη κόκκινη αρκούδα ερωτευόμαστε απέραντα, πέρα απ' το χρόνο κι απ' το θάνατο πέρα, σε μια μοναχική παγκόσμιαν ένωση.
Τι όμορφη που είσαι. Η ομορφιά σου με τρομάζει.
Και σε πεινάω. Και σε διψάω. Και σου δέομαι: Κρύψου.
Τέσσερα χρόνια περάσανε, ψυχή μου
Δεκατέσσερα είχα τα μάτια μου μην τύχει και σε δω
Έφυγες κι έκλεψες μαζί τα πρωινά μας
Και τώρα μόνος μου ξυπνώ
Πίστεψα ότι ήσουν διαφορετική
Το σώμα αχρήστεψα απ' το ποτό και στα χαμένα τριγυρνώ
Κι όταν θα σου τηλεφωνήσω θα το σηκώνεις για να ζω
Με την ανάσα σου και το τραγούδι αυτό..
Δεύτερη φορά γυρνώ να σε κερδίσω
Δεύτερη φορά να πείσω τον θιγμένο εγωισμό
Ότι μ' αγάπησες για μια στιγμή και πίσω
Τώρα συνήθισα και θέλω να μεθύσω
Πίστεψα ότι ήσουν διαφορετική
Το σώμα αχρήστεψα απ' το ποτό και στα χαμένα τριγυρνώ
Κι όταν θα σου τηλεφωνήσω θα το σηκώνεις για να ζω
Με την ανάσα σου και το τραγούδι αυτό..
Δεύτερη φορά γυρνώ να σε κερδίσω
Δεύτερη φορά να πείσω τον θιγμένο εγωισμό
Ότι μ' αγάπησες για μια στιγμή και πίσω
Τώρα συνήθισα και θέλω να μεθύσω
Στον έρωτά μας πάλι δε θα επενδύσω..
Έναν ωκεανό απέραντο
να ταξιδέψω είχα
και σε μιάς βαρκάδας
διαδρομή ξοδεύτηκα...
Από μιά ανατολή σε μία δύση
όλος κι' όλος ο ορίζοντάς μου,
με τον ήλιο να με ξεθωριάζει
και τον αέρα να με οξειδώνει,
στης φθοράς νομοτέλεια
συνεχώς να βυθίζομαι...
Δέσμιος των αισθήσεων
και μιάς ευκαιρίας οντότητα,
σε μιά ζωή σπαταλημένη
με το τέλος σε αναμονή...
Κι' από μένα, που τον κόσμο
ολόκληρο του είχαν χαρίσει,
ένα μετείκασμα μόνο θα μείνει
στα μάτια κάποιων άλλων...
Τώρα και πριν η νύχτα φέρει
της συνείδησης το σκοτάδι,
στοχάζομαι όσα τον δρόμο
της ζωής μου φώτισαν
κι' όσα από το πέλαγος
αχνοφέγγουν της ύπαρξής μου όλης...
Το σούρουπο έχει πάντα τη θλίψη
ενός ατέλειωτου χωρισμού.
Κι εγώ έζησα σε νοικιασμένα δωμάτια
με τις σκοτεινές σκάλες τους
που οδηγούνε
άγνωστο που...
Με τις μεσόκοπες σπιτονοικοκυρές
που αρνούνται
κλαίνε λίγο
κι ύστερα ενδίδουν
και τ' άλλο πρωί,
αερίζουν το σπίτι
απ' τους μεγάλους στεναγμούς...
Στα παλαιικά κρεβάτια
με τα πόμολα στις τέσσερις άκρες
πλάγιασαν κι ονειρεύτηκαν
πολλοί περαστικοί αυτού του κόσμου
κι ύστερα αποκοιμήθηκαν
γλυκείς κι απληροφόρητοι
σαν τους νεκρούς στα παλιά κοιμητήρια
Όμως εσύ σωπαίνεις...
Γιατί δε μιλάς;
Πες μου!
Γιατί ήρθαμε εδώ;
Από που ήρθαμε;
Κι αυτά τα ιερογλυφικά της βροχής πάνω στο χώμα;
Τι θέλουν να πουν;
Ω, αν μπορούσες να τα διαβάσεις!!!
Όλα θα άλλαζαν...
Όταν τέλος, ύστερα από χρόνια ξαναγύρισα...
δε βρήκα παρά τους ίδιους έρημους δρόμους,
το ίδιο καπνοπωλείο στη γωνιά...
Και να που φτάσαμε εδώ.
Χωρίς αποσκευές.
Μα μ' ένα τόσο ωραίο φεγγάρι.
Και εγώ ονειρεύτηκα έναν καλύτερο κόσμο.
Φτωχή ανθρωπότητα, δεν μπόρεσες
ούτε ένα κεφάλαιο να γράψεις ακόμα.
Σα σανίδα από θλιβερό ναυάγιο
ταξιδεύει η γηραιά μας ήπειρος.
Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη.
Βέβαια αγάπησε τα ιδανικά της ανθρωπότητας,
αλλά τα πουλιά
πετούσαν πιο πέρα.
Σκληρός, άκαρδος κόσμος,
που δεν άνοιξε ποτέ μιαν ομπρέλα
πάνω απ' το δέντρο που βρέχεται.
Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη.
Ύστερα ανακάλυψαν την πυξίδα
για να πεθαίνουν κι αλλού και την απληστία
για να μένουν νεκροί για πάντα.
Αλλά καθώς βραδιάζει
ένα φλάουτο κάπου
ή ένα άστρο συνηγορεί για όλη την ανθρωπότητα.
Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη.
Καθώς μένω στο δωμάτιο μου,
μου 'ρχονται άξαφνα φαεινές ιδέες
Φοράω το σακάκι του πατέρα
κι έτσι είμαστε δυό,
κι αν κάποτε μ' άκουσαν να γαβγίζω
ήταν για να δώσω
έναν αέρα εξοχής στο δωμάτιο.
Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη.
Κάποτε θα αποδίδουμε δικαιοσύνη
μ' ένα άστρο ή μ' ένα γιασεμί
σαν ένα τραγούδι που καθώς βρέχει
παίρνει το μέρος των φτωχών.
Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη!
Δως μου το χέρι σου...
Γυμνός, Iούλιο μήνα, το καταμεσήμερο.
Σ” ένα στενό κρεβάτι, ανάμεσα σε δυο σεντόνια χοντρά,
ντρίλινα,
με το μάγουλο πάνω στο μπράτσο μου
που το γλείφω και γεύομαι την αρμύρα του.
Kοιτάζω τον ασβέστη αντικρύ στον τοίχο της μικρής μου κάμαρας.
Λίγο πιο ψηλά το ταβάνι με τα δοκάρια.
Πιο χαμηλά την κασέλα όπου έχω αποθέσει όλα μου τα υπάρχοντα:
δυο παντελόνια, τέσσερα πουκάμισα, κάτι ασπρόρουχα.
Δίπλα, η καρέκλα με την πελώρια ψάθα.
Xάμου, στ” άσπρα και μαύρα πλακάκια, τα δυο μου σάνταλα.
Έχω στο πλάι μου κι ένα βιβλίο.
Γεννήθηκα για να “χω τόσα.
Δεν μου λέει τίποτε να παραδοξολογώ.
Aπό το ελάχιστο φτάνεις πιο σύντομα οπουδήποτε.
Mόνο που “ναι πιο δύσκολο.
Kι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά θέλει να ξέρεις να τ” αγγίξεις οπόταν η φύση σού υπακούει.
Kι από τη φύση – αλλά θέλει να ξέρεις να της αφαιρέσεις την αγκίδα της....
Γυμνός, Iούλιο μήνα, το καταμεσήμερο.
Σ” ένα στενό κρεβάτι, ανάμεσα σε δυο σεντόνια χοντρά,
ντρίλινα,
με το μάγουλο πάνω στο μπράτσο μου
που το γλείφω και γεύομαι την αρμύρα του.
Kοιτάζω τον ασβέστη αντικρύ στον τοίχο της μικρής μου κάμαρας.
Λίγο πιο ψηλά το ταβάνι με τα δοκάρια.
Πιο χαμηλά την κασέλα όπου έχω αποθέσει όλα μου τα υπάρχοντα:
δυο παντελόνια, τέσσερα πουκάμισα, κάτι ασπρόρουχα.
Δίπλα, η καρέκλα με την πελώρια ψάθα.
Xάμου, στ” άσπρα και μαύρα πλακάκια, τα δυο μου σάνταλα.
Έχω στο πλάι μου κι ένα βιβλίο.
Γεννήθηκα για να “χω τόσα.
Δεν μου λέει τίποτε να παραδοξολογώ.
Aπό το ελάχιστο φτάνεις πιο σύντομα οπουδήποτε.
Mόνο που “ναι πιο δύσκολο.
Kι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά θέλει να ξέρεις να τ” αγγίξεις οπόταν η φύση σού υπακούει.
Kι από τη φύση – αλλά θέλει να ξέρεις να της αφαιρέσεις την αγκίδα της....
Κλείσε τα μάτια μου
μπορώ να σε κοιτάζω.
Τ' αυτιά μου σφράγισ' τα
να σ' ακούσω μπορώ.
Χωρίς τα πόδια μου
μπορώ να 'ρθω σ' εσένα.
Και δίχως στόμα
θα μπορώ να σε παρακαλώ.
Σταμάτησέ μου την καρδιά
και θα καρδιοχτυπώ με το κεφάλι.
Και αν κάνεις το κεφάλι μου
συντρίμμια στάχτη,
εγώ μέσα στο αίμα μου
θα σ' έχω πάλι.
Χωρίς τα χέρια μου
μπορώ να σε σφιχταγκαλιάσω
σαν να 'χα χέρια
όμοια καλά με την καρδιά.
Ο γυρισμός είναι πιο μακρύς απ΄ ότι περιμέναμε.
Όλη αυτή η σκόνη στο
δρόμο γεννάει χρόνο.
Γεννάει λεπτά και δευτερόλεπτα
στο κυνήγι της
αφετηρίας.
Τα βιολογικά μας ρολόγια προηγούνται
μισή ώρα από την
πραγματικότητα.
Αλλά η σκόνη προηγείται των ρολογιών
μια αιωνιότητα.
Ποιος βράχος έσπειρε
όλη αυτή τη θολούρα στο δρόμο μας;
Ποιος βράχος
ξέχασε όλη αυτή τη σκόνη;
Ο χωματόδρομος με τις πέτρες
είναι η μακριά
του γλώσσα
που μας απομακρύνει από το “πίσω”. Μας τραβάει στο “πέρα”. Που δεν είναι παρά η ολοκλήρωση του κύκλου, μέχρι να γυρίσουμε εκεί απ΄ όπου ξεκινήσαμε.
Αναζητώ μάταια τους μικρούς διόνυσους, να απορροφήσουν τους κραδασμούς
της διαδρομής. Αλλά το πεπρωμένο επιτάσσει να φάμε ωμά χαλίκια και
απότομες στροφές. Συνηθίζεις... Μα που και που μπαίνεις στον πειρασμό να
κατέβεις και να παραμερίσεις τους κορμούς των δέντρων για να δεις πιο
μέσα στο δάσος. Να δεις, μόνο να δεις, όχι να μπεις. Η περιπλάνηση, όμως, δεν αφήνει χρόνο για πειράματα στα ζεστά σκοτάδια του δάσους.
Μια που κλείσαμε τα μάτια μας και μια που τα ανοίξαμε στο λευκό κρεβάτι
του μπαλκονιού μας. Κι όλο αυτό το ανοιγόκλειμα των βλεφάρων μπορεί και
να κράτησε ένα δευτερόλεπτο… Ή οχτώ ώρες... Ή ακόμα, μπορεί και να
διήρκησε όσο χρειάζεται ο βράχος για να κάνει τη σκόνη και τα χαλίκια
δρόμο…
Ανεβαίνουμε σκάλες... Σκάλες. Σκάλες. Σκάλες... Συνήθως το μυαλό προστάζει και τα πόδια ακολουθούν. Καμιά φορά όμως
συμβαίνει και το αντίθετο. Όταν ξέρεις ποιος είναι ο προορισμός δε
χάνεσαι ποτέ. Φτάνει μόνο να παρκάρεις τη θλίψη σου μακριά απ΄ το πανηγύρι. Λίγο πιο δίπλα από το νεκροταφείο των ηλεκτρικών συσκευών και των παρατημένων αυτοκινήτων. Γύρω μου
μικροί διόνυσοι, χορεύουν ξυπόλητοι κι ας μην ξέρουν τα βήματα. Μικροί
ιερείς της κάνναβης και του κρασιού. Σκοπός τους είναι να μην σε αφήσουν ν΄ ανακαλύψεις την Αόρατη Δύναμη που τραβάει σα μαγνήτης όλο αυτό το
πλήθος προς το κέντρο του κύκλου. Κύκλοι, κύκλοι, κύκλοι…. Όλοι χωρούν
σ΄ αυτούς τους κύκλους κι ακόμα μένει χώρος. Ανεβαίνουν κι άλλοι, κι
άλλοι… Και πάντα μένουν κάποια κενά. Κι όσοι κι αν ανέβουν, πάλι θα
μένουν κενά. Σ΄ αυτά τα κενά θα βρούν τρόπο να βολευτούν τα πνεύματα
αυτών που δεν πρόλαβαν να ζήσουν. Θέλουν να χορέψουν μαζί μας. Αυτά τα
πνεύματα είναι οι ανάσες μας. Πιάνονται ώμο με ώμο με τις ανάσες των
διπλανών. Οι μικροί διόνυσοι ακούραστοι. Συνεχίζουν να ευλογούν το
κρασί μας με το γέλιο τους. Το βλέμμα τους πηδάει πάνω στα τραπέζια και
σηκώνει τις παρέες να ενώσουν τις μοναξιές τους στο χορό. Κι ύστερα
σκουπίζουν τον ιδρώτα με τα άγρια γένια τους και τα βρώμικα μαλλιά τους.
Τύλιξα ακόμα μια φορά τη φθαρμένη φανέλα γύρω απ΄ το πρόσωπό μου για να
μη με βλέπουν. Όπως καλύπτουν τα νήπια τα μάτια τους με τα χέρια, όταν
παίζουν κρυφτό με τους χαζομπαμπάδες τους.
Νιώθω το σώμα μου κύμα
πάνω στις πέτρες. Παλεύω για την αρμονία της οριζοντίωσης μέχρι να με
πάρει ο ύπνος. Μια μικρή ζαλάδα, μια μικρή αιωνιότητα μέσα στο κεφάλι
μου. Για πότε βυθίστηκα στο φωτεινό χάος του κεφαλιού μου δεν το
κατάλαβα. Θα περιμένω να με ξυπνήσει η μυρωδιά της αγκαλιάς του παραδιπλανού ζευγαριού….. Ψαχουλεύω στα τυφλά μέσα στην τσάντα μου για ένα τσιγάρο.
Χαζεύω το παραδιπλανό ζευγάρι μέσα από το πρίσμα του καπνού μου. Το
φιλί τους είναι τόσο αλμυρό που με κάνει να διψάω. Το νερό ζεστάθηκε….
Όχι πως δεν πίνεται, αλλά προτιμώ άλλο ένα τσιγάρο. Να στεγνώσω, να
αφυδατωθώ κι άλλο. Το φιλί του ζευγαριού μετατρέπει ανεπαίσθητα την
αλμύρα σε μέλι. Τώρα το στόμα μου κολλάει…. Αλλά πάλι, θα αρνηθώ το
νερό. Ήρθε η ώρα να ανασύρω από το παρελθόν πικρές αναμνήσεις, για να
ολοκληρωθεί ο κύκλος των γεύσεων που προκαλούν τα ανθρώπινα
συναισθήματα. Μέχρι η ακατανίκητη ουδετερότητα του νερού να τα διαλύσει
όλα και να αρχίσω να μετράω απ΄ το μηδέν. Και η παρέα μου παίρνει – ξανά
– σάρκα και οστά. - Φεύγουμε ? - ….. ένα τσιγάρο ακόμα …..
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΑΣ ΠΟΙΗΤΗΣΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ ΕΙΧΕ ΠΡΟΦΗΤΕΨΕΙ ΤΗ ΜΟΡΦΗ ΤΗΣ ΣΗΜΕΡΙΝΗΣ ΤΥΡΑΝΝΙΑΣ ΠΟΥ ΘΑ ΔΥΝΑΣΤΕΥΕ ΤΙΣ ΖΩΕΣ ΜΑΣ... ΚΑΙ Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΗΡΩΑΣ ΑΛΕΚΟΣ ΠΑΝΑΓΟΥΛΗΣ, ΜΕ ΤΟΥΣ ΣΤΙΧΟΥΣ ΤΟΥ, ΙΣΩΣ ΞΑΝΑΔΙΧΝΕΙ ΤΟN ΔΡΟΜΟ...
Ήδη, σας το είπα. Είναι η βαρβαρότητα. Τη βλέπω να 'ρχεται
μεταμφιεσμένη, κάτω από άνομες συμμαχίες και προσυμφωνημένες
υποδουλώσεις. Δεν θα πρόκειται για τους φούρνους του Χίτλερ ίσως, αλλά
για μεθοδευμένη και οιονεί επιστημονική καθυπόταξη του ανθρώπου. Για τον
πλήρη εξευτελισμό του. Για την ατίμωσή του... ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
ΕΜΠΡΟΣ ΚΑI ΠΑΛΙ (Του Αλέκου Παναγούλη, ποίημα που δημοσιεύθηκε στη Φιλολογική Βραδυνή, στις 13-4-2004)
Εμπρός και πάλι
για ένα καινούριο ξεκίνημα
από τον ίδιο Δρόμο
για τον ίδιο Σκοπό.
ΠΑΛΗΣ ΞΕΚΙΝΗΜΑ (Τραγούδι σε στίχους του Αλέκου Παναγούλη και μουσική Μίκη Θεοδωράκη που πρωτοτραγουδήθηκε από την Μαρία Φαραντούρη)
Πάλης ξεκίνημα
νέοι αγώνες
οδηγοί της ελπίδας
οι πρώτοι νεκροί.
Όχι άλλα δάκρυα
κλείσαν οι τάφοι
λευτεριάς λίπασμα
οι πρώτοι νεκροί.
Λουλούδι φωτιάς
βγαίνει στους τάφους
μήνυμα στέλνουν
οι πρώτοι νεκροί.
Απάντηση θα πάρουν
ενότητα κι αγώνα
για νά 'βρουν ανάπαυση
οι πρώτοι νεκροί.
ΕΠΙΒΙΩΣΗ... (Του Μάριου Χάκκα από το "Νεκρώσιμη ακολουθία")
Μπορούμε να πούμε μετά βεβαιότητας
ότι όσοι έχουν οξύτατη όραση
θα επιζήσουν της πρώτης κρίσεως
των καρδιακών κρίσεων
της οικονομικής κρίσεως
ακόμη και της εσχάτης κρίσεως
αρκεί ν’ αντέξουν τις κρίσεις συνειδήσεως.
Κατά τα άλλα
πρέπει να είμαστε ευχαριστημένοι
γιατί δεν άρχισε να βρέχει βατράχια
αν και θα επινοηθούν ειδικά αλεξιβρόχια
αποσμητικά κατά της αηδίας
έως ότου εξοικειωθούμε με την μπόχα
των νεκρών αισθημάτων κι ελπίδων.
ΠΕΡΙ ΜΑΤΑΙΟΤΗΤΑΣ (Της Ευτέρπης Κωσταρέλη, από το "Βερντάντι", Μανδραγόρας Εκδόσεις, 2014)
Στενό το πέρασμα
από το μάταιο
στο πλήρες
κι οι Συμπληγάδες
που φυλάσσουν
το μυστικό της ευτυχίας
δεν φαίνονται διαλλακτικές.
Στα αριστερά αιχμηρή
η αμφισβήτηση
στα δεξιά προεξέχει
η απογοήτευση
κι ανάμεσα μια χαραμάδα
ικανοποίησης
να σέρνει με αγκίστρι
και πετονιά
τα όνειρα που τσίμπησαν
άνευ δολώματος.
THE SUMMER IS OVER (Τραγούδι της DUSTY SPRINGFIELD)
The night runs away with the day
The grass that was green is now hay
The world goes around without even a sound
And it looks like the summer is over
The rains tumble down in the sky
Young swallows have learned how to fly
The leaves that were green are no longer so green
And it looks like the summer is over
The sun and the moon take turns in the sky
The days drift on by too soon
The meadows are kissed by a cool autumn mist
Far away now is June
The birds fly away to the sun
The leaves touch the ground one by one
The breeze hurries by without even goodbye
And it looks like the summer is over
The sun and the moon take turns in the sky
The days drift on by too soon
The meadows are kissed by a cool autumn mist
Far away now is June
The birds fly away to the sun
The leaves touch the ground one by one
The breeze hurries by without even goodbye
And it looks like the summer is over