Ο ΕΜΠΕΔΟΚΛΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΟΡΟΣ (Απόσπασμα από το "ΓΚΕΜΜΑ" του Δημήτρη Λιαντίνη)
Εις ανάμνηση της ημέρας (σαν σήμερα) που ο Δημήτρης Λιαντίνης, ως άλλος Εμπεδοκλής, ανέβηκε στο δικό του όρος...
Όταν ανέβηκε για πρώτη φορά ο Εμπεδοκλής το όρος, άλλο επερίμενε και άλλο είδε.
Ωσάν επερπάτησε τους πρώτους λόφους. ωσάν έπιασε ν' ανηφορίζει τις απανωτές υπώρειες, τέσσερες πέντε η μία όλο και πιο ψηλά από την άλλη. ωσάν εκαβάλησε την τελευταία δειράδα και πάτησε την ακρώρειά της, εκεί αντίκρυσε την κορφή. Ξαφνικά.
Μανούλα μου! τί 'ταν εκείνο που ένιωσε τότες. Η ψυχή του εβούλιαξε. Πώς βουλιάζει φρύνος στη λάσπη, αν τύχει και τον πατήσει ιπποπόταμος; Του κόπηκαν τα ήπατα.
Ο τεράστιος φωτερός όγκος, που σαν τον αντίκρυζε από τον κάμπο εφάνταζε στα μάτια του απέραντα μακρυνός, χαμένος στα ύψη και στον ουρανό, άλλοτε να τον τρέχουν τα σύννεφα με βιαστικό διαβασίδι, άλλοτε μπαμπακερή απανωσιά να τον σκεπάζει ημέρες πολλές η αντάρα, άλλοτε να λάμπει στην αιθρία όρθιος, καμαροφρύδης, ατεμπίχιαστος, σα μαρμάρινος ώμος λευκού θεού,
αυτός ο τεράστιος φωτερός όγκος τινάχτηκε τώρα μπροστά στα μάτια του ζωντανός. Τον ένιωσε ένα ολοκάθαρο επίμονο βλέμμα αντίπαλου βλοσυρού, που σε κοιτάει ασκαρδαμυκτί. Να σε λυγίσει. Να σπείρει μέσα σου τον πανικό φόβο. Να σε κάμει να τρεκλίσεις και να σου διπλωθούν τα γόνατα. Να καταρέψεις στη γη και να ικετέψεις:
- Έλεος, βουνέ! δε σε υποφέρω.
Όταν αντίκρυσε για πρώτη φορά ο Εμπεδοκλής το όρος, το αισθάνθηκε συμπαγές ν' ακκουμπάει στη ράχη του.
- Θεοί! εφώναξε. Πού είναι η δύναμη που μου χρειάζεται τώρα, να αντέξω ετούτο το ατλαντικό βάρος; Άνθρωπος είμαι. Και μου ζητάτε τα δάνεια τιτάνα. Μα πώς γίνεται λοιπόν να το κάμω να γίνει; Πού το βλέπω καθαρά. Αν δεν κρατήξω το όρος στους ώμους μου, δε θα βρεθεί τρόπος να το ανεβώ. Να πατήσω την κορφή του. Να πηδήξω τον κρατήρα. Αχ! εδώ που με φέρατε, ποιος θα με συδράμει τώρα;
Είναι μεγάλος ο κόσμος. Και το σώμα μας να τον χωρέσει τόσο μικρό. Είναι πλατιά η σκέψη μας. Όμως δε φτάνει να διοδέψει τον άπειρο ουρανό. Και το μέτρο της ύπαρξής μας της φωτεινής είναι η γνώριμη πυγολαμπίδα μέσα στην ατελεύτητη λάμψη του ήλιου.
- Μα ποιος είμαι λοιπόν;
Έτσι εγύρισε τότε να ρωτήσει ο ορεινός στρατοκόπος, μέσα στη νικητήρια σιωπή που τον κύκλωνε. Και άκουσε την ίδια απόκριση. Σε γλώσσες διαφορετικές, και σε καιρούς άλλους:
- Όδε εκείνος εγώ! άθλιον Οιδιπόδαν.
Και σαν από μακρύτερα και ακατάληπτα κάπως,
- This is I, Hamlet the Dane.
Όταν αντίκρυσε για πρώτη φορά ο Εμπεδοκλής το όρος από την ψηλότερη ακρώρεια της τελευταίας δειράδας, ήταν η τρίτη μέρα μεσούντος του μήνα Πυανεψιώνα, ή Δαματρίου ή Αθύρ.
Ωσάν επερπάτησε τους πρώτους λόφους. ωσάν έπιασε ν' ανηφορίζει τις απανωτές υπώρειες, τέσσερες πέντε η μία όλο και πιο ψηλά από την άλλη. ωσάν εκαβάλησε την τελευταία δειράδα και πάτησε την ακρώρειά της, εκεί αντίκρυσε την κορφή. Ξαφνικά.
Μανούλα μου! τί 'ταν εκείνο που ένιωσε τότες. Η ψυχή του εβούλιαξε. Πώς βουλιάζει φρύνος στη λάσπη, αν τύχει και τον πατήσει ιπποπόταμος; Του κόπηκαν τα ήπατα.
Ο τεράστιος φωτερός όγκος, που σαν τον αντίκρυζε από τον κάμπο εφάνταζε στα μάτια του απέραντα μακρυνός, χαμένος στα ύψη και στον ουρανό, άλλοτε να τον τρέχουν τα σύννεφα με βιαστικό διαβασίδι, άλλοτε μπαμπακερή απανωσιά να τον σκεπάζει ημέρες πολλές η αντάρα, άλλοτε να λάμπει στην αιθρία όρθιος, καμαροφρύδης, ατεμπίχιαστος, σα μαρμάρινος ώμος λευκού θεού,
αυτός ο τεράστιος φωτερός όγκος τινάχτηκε τώρα μπροστά στα μάτια του ζωντανός. Τον ένιωσε ένα ολοκάθαρο επίμονο βλέμμα αντίπαλου βλοσυρού, που σε κοιτάει ασκαρδαμυκτί. Να σε λυγίσει. Να σπείρει μέσα σου τον πανικό φόβο. Να σε κάμει να τρεκλίσεις και να σου διπλωθούν τα γόνατα. Να καταρέψεις στη γη και να ικετέψεις:
- Έλεος, βουνέ! δε σε υποφέρω.
Όταν αντίκρυσε για πρώτη φορά ο Εμπεδοκλής το όρος, το αισθάνθηκε συμπαγές ν' ακκουμπάει στη ράχη του.
- Θεοί! εφώναξε. Πού είναι η δύναμη που μου χρειάζεται τώρα, να αντέξω ετούτο το ατλαντικό βάρος; Άνθρωπος είμαι. Και μου ζητάτε τα δάνεια τιτάνα. Μα πώς γίνεται λοιπόν να το κάμω να γίνει; Πού το βλέπω καθαρά. Αν δεν κρατήξω το όρος στους ώμους μου, δε θα βρεθεί τρόπος να το ανεβώ. Να πατήσω την κορφή του. Να πηδήξω τον κρατήρα. Αχ! εδώ που με φέρατε, ποιος θα με συδράμει τώρα;
Είναι μεγάλος ο κόσμος. Και το σώμα μας να τον χωρέσει τόσο μικρό. Είναι πλατιά η σκέψη μας. Όμως δε φτάνει να διοδέψει τον άπειρο ουρανό. Και το μέτρο της ύπαρξής μας της φωτεινής είναι η γνώριμη πυγολαμπίδα μέσα στην ατελεύτητη λάμψη του ήλιου.
- Μα ποιος είμαι λοιπόν;
Έτσι εγύρισε τότε να ρωτήσει ο ορεινός στρατοκόπος, μέσα στη νικητήρια σιωπή που τον κύκλωνε. Και άκουσε την ίδια απόκριση. Σε γλώσσες διαφορετικές, και σε καιρούς άλλους:
- Όδε εκείνος εγώ! άθλιον Οιδιπόδαν.
Και σαν από μακρύτερα και ακατάληπτα κάπως,
- This is I, Hamlet the Dane.
Όταν αντίκρυσε για πρώτη φορά ο Εμπεδοκλής το όρος από την ψηλότερη ακρώρεια της τελευταίας δειράδας, ήταν η τρίτη μέρα μεσούντος του μήνα Πυανεψιώνα, ή Δαματρίου ή Αθύρ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου